Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Οι μισθοί και το κράτος

Το ΥΠΟΙΚ υποστηρίζει ότι η υπεραπόδοση στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα οφείλεται στις συντηρητικές προβλέψεις των θεσμών αναφορικά με τη δυνατότητα του ελληνικού δημοσίου να παραδώσει τα απαιτούμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Αν είναι έτσι, θα πρέπει πλέον να διαθέσει τα όποια πλεονάσματα στην αντίστοιχη μείωση των φορολογικών βαρών, τα οποία σχεδόν εκ παραδρομής επιβλήθηκαν. Θα πρέπει ειδάλλως να αναλάβει την ευθύνη, για τη δημοσιονομική πολιτική της συνειδητής υπερφορολόγησης.
Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής
Του Βασίλη Κωστούλα

Η κυβέρνηση εξαντλεί τη συζήτηση για την αγορά εργασίας στο ύψος του κατώτατου μισθού. Φρεσκάρει έτσι το αριστερό προφίλ της και πετάει το μπαλάκι στην αγορά, φέρνοντας πρόσωπο με πρόσωπο την επιχείρηση και τον εργαζόμενο. Όμως διαφημίζει την κοινωνική ευαισθησία της αφού προηγουμένως αποσπά το 40% του εργατικού μισθού και το 50% του εταιρικού κέρδους.
Πρόκειται για το λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος. Σε καθαρό εισόδημα 1.000 ευρώ στην Ελλάδα, στον εργαζόμενο έχει φτάσει το 60% του αρχικού εισοδήματος. Στην Κύπρο, το 83%. Σε καθαρό εισόδημα 1.500 ευρώ στην Ελλάδα, στον εργαζόμενο έχει φτάσει μόλις το 55%. Στην Κύπρο, και πάλι το 83% (Οικονομικό δελτίο, ΣΕΒ).
Μια επιχείρηση στην Ελλάδα που ξεκίνησε να λειτουργεί το 2016 και απασχολεί 60 εργαζόμενους, παράγοντας και πουλώντας κεραμικές γλάστρες, με ζημίες κατά το πρώτο έτος λειτουργίας της, υποχρεούται να καταβάλλει στο κράτος το 51,9% των εσόδων της (Doing Business, World Bank). Το αντίστοιχο νούμερο στις χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ διαμορφώνεται θεαματικά χαμηλότερα, στο 39,8%. Το ίδιο μέγεθος στις 32 χώρες με το καλύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο προκαλεί μελαγχολία, καθώς μετά βίας ξεπερνά το 26%.

Είναι εντυπωσιακό ότι, παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι αμφισβητούν την υπερφορολόγηση στην Ελλάδα, μια χώρα με φόρους Σκανδιναβίας και μισθούς Βαλκανίων. Ενδεικτικό της χαμηλής πτήσης των αποδοχών στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα είναι το γεγονός ότι το 1/4 της μισθωτής εργασίας, κατά βάση στην εστίαση και στο εμπόριο, αφορά αμοιβές κάτω των 600 ευρώ (Εργάνη).
Δύο δρόμους έχει ο εργαζόμενος για να αυξήσει τις αποδοχές του. Ο ένας είναι να συνταχθεί με την κυβέρνηση και να απαιτήσει την αύξηση του κατώτατου μισθού με ό,τι αυτό πρακτικά συνεπάγεται για το ύψος των εισοδημάτων στην αγορά εργασίας. Ο άλλος δρόμος είναι να συνταχθεί με την επιχείρηση και να απαιτήσει τη μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών από ένα ακριβό και την ίδια ώρα αναποτελεσματικό κράτος.
Η ευθύνη της επιχείρησης να ανταμείβει τον εργαζόμενο χωρίς να εκμεταλλεύεται την εκάστοτε συγκυρία στην αγορά εργασίας είναι δεδομένη. Όμως με τον ίδιο ζήλο θα πρέπει οι λεγόμενες δυνάμεις της παραγωγής και της εργασίας να προωθήσουν τα κοινά τους συμφέροντα απέναντι στην αοριστία του ελληνικού κράτους, διεκδικώντας αξιολόγηση, μετριασμό της σπατάλης και λελογισμένη φορολόγηση, σύμφωνα με τις πραγματικές δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας.

Ναυτεμπορική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου