Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην


Στα τέλη του Φεβρουαρίου περιορισμένη έκταση πήρε η είδηση μιας τροπολογίας που ψηφίστηκε σε νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Η τροπολογία αφορούσε τον τρόπο ανάδειξης του αντιπροέδρου και του γενικού γραμματέα του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου. Η συγκεκριμένη τροπολογία καταργούσε στην ουσία παλαιότερη τροπολογία του 2014[1] και επανάφερε το καθεστώς ανάδειξης αντιπροέδρου και γενικού γραμματέα του ΠΙΙΕΤ στο καθεστώς που προβλεπόταν στο ν. 349/76 (ΦΕΚ 149 Α’) : «Περί διοικήσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου».
Η διάταξη του 2014 είχε θεωρηθεί πραξικοπηματική και είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην Τήνο. Είχε οδηγήσει ακόμη και σε περιορισμένης έκτασης επεισόδια εναντίον του επιχώριου μητροπολίτη. Η νέα τροπολογία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στο νησί, ενώ έντονη υπήρξε η αντίδραση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Γιατί όμως η διαχείριση ενός ιδρύματος προκαλεί τόσες έριδες στο νησί; Ας επιχειρήσουμε μια σύντομη ματιά στην πρόσφατη, αλλά και στην παλαιότερη ιστορία του ιδρύματος για να κατανοήσουμε το λόγο της αντιπαράθεσης.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 349/76, το ΠΙΙΕΤ, επανήλθε, μετά τη δικτατορία, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την εποπτεία του κράτους. Το ίδρυμα διοικείται από δεκαμελή επιτροπή, της οποίας πρόεδρος είναι ο επιχώριος μητροπολίτης. Τα υπόλοιπα μέλη είναι τρία οριζόμενα από το νόμο, ο ειρηνοδίκης, ο Λυκειάρχης και ο διευθυντής του δημοσίου ταμείου και έξι αιρετά, τα οποία προκύπτουν μετά από ψηφοφορία μεταξύ ενός σώματος εκλεκτόρων. Στη διοίκηση του ιδρύματος, ιδιαίτερα στη διαχείριση της καθημερινότητάς του, συνδράμει τα μέγιστα ο αντιπρόεδρός του (μιας και ο πρόεδρος είναι ο μητροπολίτης Σύρου και διαμένει σε διαφορετικό νησί), καθώς και ο γενικός γραμματέας. Αυτοί εκλέγονταν από τα εννέα μέλη της επιτροπής σε μυστική ψηφοφορία. Σε αυτή την ψηφοφορία δε λάμβανει μέρος ο πρόεδρος του ιδρύματος.
Ο τρόπος διοίκησης του ΠΙΙΕΤ είναι με μια πρώτη ματιά τουλάχιστον περίεργος. Το ίδρυμα εξαιρείται του καταστατικού χάρτη της εκκλησίας της Ελλάδος[2], και μάλιστα με το τελευταίο άρθρο του χάρτη. Ο πρόεδρος του ιδρύματος δεν έχει λόγο στην εκλογή του αντιπροέδρου του και κατά αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ένα αντίβαρο στην εξουσία του. Τα 9/10 δε της διοικούσας επιτροπής αποτελείται από λαϊκούς και όχι από κληρικούς. Το ΠΙΙΕΤ είναι Ιερό Ίδρυμα, δεν είναι όμως εκκλησιαστικό. Σε μια χώρα όμως που εκκλησία και κράτος δεν μπορούν να διαχωριστούν αυτή η έννοια δεν μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητή.
Στην ουσία το ΠΙΙΕΤ προσομοιάζει με μια ιδιωτική εκκλησία. Ο καθένας μπορεί να ανεγείρει μια εκκλησία σε ιδιωτική έκταση, στην οποία μπορεί να προσκαλέσει να λειτουργήσουν και ορθόδοξοι κληρικοί. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η εκκλησία ανήκει στο νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η εκκλησία εξακολουθεί να ανήκει στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου.
Τι ακριβώς όμως είχε ψηφιστεί όμως το 2014 και γιατί αντιδρούσαν οι Τήνιοι; Η πρώτη αλλαγή ήλθε στον τρόπο εκλογής του αντιπροέδρου και του γενικού γραμματέα. Ο πρόεδρος του ιδρύματος και μητροπολίτης Σύρου απέκτησε ψήφο στη διαδικασία (άρθρο 26 ν.4301/14). Επιπρόσθετα συμμετέχει στην επιτροπή επιλογής του προσωπικού της Σχολής Καλών Τεχνών Πανόρμου (άρθρο 50 ν.4301/14). Πριν την ψήφιση του εν λόγω άρθρου η επιτροπή αποτελούταν αποκλειστικά από δύο καθηγητές του ΕΜΠ και δύο καθηγητές της ΑΣΚΤ. Τέλος προστίθεται μια τουλάχιστον αινιγματική διάταξη στο άρθρο 51 του ίδιου νόμου. Η παρ 1 του άρθρου 66 του ν.590/77 καταργείται. Το ΠΙΙΕΤ παύει να εξαιρείται των διατάξεων περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων. Αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 του ίδιου νόμου σημαίνει ότι η διοίκηση και η διαχείρισή του καθορίζεται με αποφάσεις της Διαρκής Ιεράς Συνόδου. Το άρθρο 51 όμως ρητά αναφέρει ότι ο ν.349/76 δεν καταργείται. Τι σημαίνει αυτό όμως; Ποιος διοικεί το ΠΙΙΕΤ; Η ΔΙΣ ή η διοικούσα επιτροπή του. Αν υπάρξει διαφωνία; Τότε μάλλον θα χρειαστεί να αποφασίσουν τα δικαστήρια.
Οι Τήνιοι θεώρησαν τότε ότι η εκκλησία προσπαθεί να τους κλέψει την Παναγία και ίσως δικαίως εξεγέρθηκαν. Προσέφυγαν στο συμβούλιο της Επικρατείας κατά της εκλογής της νέας διοικούσας επιτροπής, αλλά η προσφυγή τους απορρίφθηκε με την 3631/2015 απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου. Στην απόφαση αυτή, όπως και σε μια σωρεία προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων και νόμων επιχειρείται και σε ένα μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται η παραβίαση – αλλοίωση των όρων ίδρυσης και λειτουργίας του Ιδρύματος, της περίφημης Διαθήκης των Κτητόρων, η οποία φυλάσσεται εντός αργυράς θήκης στο κεντρικό αποθεματικό χρηματοκιβώτιο του ιδρύματος. Η απόφαση μεταξύ άλλων ανέφερε ότι:
α. τα αφιερωμένα στη δημοσία λατρεία πράγματα, μεταξύ των οποίων οι ιεροί ναοί, τα από μακρού τεθειμένα στη δημοσία λατρεία ιερά προσκυνήματα, τα ιερά σκεύη κ.λπ., είναι πράγματα ιερά και εκτός συναλλαγής, η διοίκηση και διαχείριση των οποίων ανήκει κατ’ αρχήν στην Εκκλησία
β. εν όψει του ότι το Ίδρυμα αυτό έχει από ιδρύσεώς του προεχόντως θρησκευτικούς σκοπούς, οι οποίοι σχετίζονται με την διοίκηση και διαχείρηση της περιουσίας του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Ευαγγελιστρίας) Τήνου, που αποτελεί ιερό προσκύνημα, ο νομοθέτης ουδόλως κωλύεται να το υπαγάγει, εάν το κρίνει σκόπιμο για το κοινό συμφέρον της Εκκλησίας και της Πολιτείας και κατ’ εκτίμηση των εξελισσομένων αναγκών και περιστάσεων της κοινωνίας (πρβλ. ΣτΕ 1269-1270/1977 Ολομ., 2037/1979, 1956/ 1986), στις περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων διατάξεις και εντεύθεν να επιτρέψει την ανάμειξη της Εκκλησίας στα της διοικήσεως και διαχειρίσεώς του
Εσφαλμένα λοιπόν το δικαστήριο δένει τα αφιερώματα σε δημόσια λατρεία πράγματα με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, είτε της ανήκουν είτε όχι. Στο τέλος η απόφαση καταλήγει ότι με τις τροπολογίες του 2014 δεν αλλοιώθηκε ο χαρακτήρας του ιδρύματος και στην ουσία επικυρώθηκε η εκλογή του νέου αντιπροέδρου.
Αυτό σε έναν μη γνώστη της ιστορίας του ιδρύματος μπορεί να φαίνεται λογικό. Οι τροπολογίες του 2014 μπορεί να φαίνονται και επιπόλαιες. Λαικοί εξακολουθούν να έχουν 9 από τις 10 ψήφους για την εκλογή αντιπροέδρου. Αυτό όμως που προκάλεσε το λαικό αίσθημα στην Τήνο δεν ήταν η τροπολογία καθ’ εαυτή, αλλά μια συνεχιζόμενη προσπάθεια της εκκλησίας να βάλει πόδι στο ίδρυμα. Ένα ίδρυμα που δεν είναι δικό της, στο οποίο όμως κατόρθωσε μέσα στους αιώνες να παρεισφρήσει και φιλοδοξεί σε βάθος χρόνου να αλώσει πλήρως. Και η εκκλησία δεν είναι ένας τυχαίος οργανισμός. Έχει επιζήσει χιλιετίες αναπτυσσόμενη συνεχώς επειδή ακριβώς είναι οργανωμένη, δρα προσεκτικά και σχεδιάζει μακροπρόθεσμα. Ο ορίζοντάς της δεν είναι τετραετίας, όπως μιας τυπικής κυβέρνησης αλλά αιώνων. Κάνει μικρά βήματα κάθε φορά έτσι ώστε σε 100 ή διακόσια χρόνια να έχει κατορθώσει να κάνει το ΠΙΙΕΤ ένα ακόμα ιερό προσκύνημα σαν όλα τα υπόλοιπα στην Ελλάδα υπό την άμεση και αποκλειστική εποπτεία της.
Πως όμως ξέφυγε η Παναγία της Τήνου να ξεφύγει από την Εκκλησία της Ελλάδος; Ας προσπαθήσουμε να φωτίσουμε λίγο τις συνθήκες εύρεσης της ιερής εικόνας, της ανεγέρσεως του ναού και της ίδρυσης του ιδρύματος.
Αν κάποιος ενδιαφέρεται για τη ρομαντική – εκκλησιαστική πλευρά της ιστορίας μπορεί να ανατρέξει στον Κορνάρο[3] ή στην ιστοσελίδα του ιδρύματος[4]. Δύσκολα βρίσκει κανείς όμως αναφορές στις συνθήκες της εποχής που γέννησαν το ίδρυμα …
Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να παρουσιάσουμε την ιστορία της Παναγίας. Κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε η εικόνα στο νησί και πως εδραιώθηκε η λατρεία της. Όπως θα δούμε η περίοδος που βρέθηκε η εικόνα ήταν μοναδική και εν πολλοίς ανεπανάληπτη. Δέκα χρόνια αργότερα ή νωρίτερα και τα πράγματα στην Τήνο θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η απόσυρση των Οθωμανών και η εδραίωση του νέου ελληνικού κράτους δεν έγινε αυτόματα. Υπήρξε μεν μια επαναστατική κυβέρνηση στην Πελοπόννησο, αλλά πολλές περιοχές της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων και των νησιών αμφιταλαντεύτηκαν. Η έκβαση του επαναστατικού αγώνα δεν ήταν ποτέ σίγουρη και μέχρι την αποφασιστική νίκη του Αγγλικού – Γαλλικού – Ρωσικού στόλου εναντίον του Οθωμανικού στο Ναβαρίνο, η ίδρυση του Ελληνικού κράτους εξαιρετικά αμφίβολη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1820 κανένας δεν ήξερε σε ποια πλευρά των συνόρων θα καταλήξει.
Κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει σε ποιόν οφείλει φόρους, σε ποιο να απευθυνθεί για να επιλύσει τις διαφορές του με τους συμπολίτες του ή ποιος θα τον προστατεύσει από τους πειρατές. Πολλά από τα πράγματα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα δεν υπήρχαν. Η εκκλησία της Ελλάδος απέκτησε την ανεξαρτησία της από το πατριαρχείο το 1833[5]. Οι ανασκαφές στην ύπαιθρο για την ανεύρεση αρχαίων αντικειμένων ήταν ελεύθερες[6]. Δυστυχώς είχαμε ήδη χάσει τα μάρμαρα του Παρθενώνα (1799-1803) και την Αφροδίτη της Μήλου (1821), ενώ το 1864 ακολούθησε η Νίκη της Σαμοθράκης. Από το 1834 και μετά δε, έγινε απαραίτητη η λήψη άδειας από τον βασιλιά για την ίδρυση ιδιωτικού μοναστηρίου ή εκκλησίας[7]. Τη δεκαετία όμως του 1820 η χώρα ήταν στην ουσία ένα «ξέφραγο αμπέλι».
Στα νησιά η επαναστατική κυβέρνηση είχε διορίσει έπαρχο τον Εμμανουήλ Σπυρίδων από το Μάιο του 1822. Στην Τήνο ο άνθρωπος της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν ο Φραγκίσκος Παξιμάδης, ο οποίος είχε προσκολληθεί στον έπαρχο και συνέστησε δική του ένοπλη ομάδα. Διορίσθηκε υπεύθυνος για τα αστικά και ποινικά ζητήματα, ενώ ξεκίνησε τη συλλογή φόρων. Ο Παξιμάδης είχε έρθει σε σύγκρουση με τους προεστούς του νησιού, επικεφαλής των οποίων ήταν ο επίσκοπος Γαβριήλ. Ο Τήνιοι φοβούνταν ότι η συλλογή φόρων από τον Παξιμάδη θα ερμηνευόταν από τους Τούρκους ως στήριξη προς την επανάσταση. Ο στόλος του καπουδάν πασά ενέπνεε τον φόβο και η σφαγή της Χίου τρόμαζε τους νησιώτες.
Οι Οθωμανοί από την πλευρά τους ήλπιζαν ότι δε θα έχαναν τα νησιά. Ο πατριάρχης Ευγένιος Β’ έστελνε επιστολές σε αρχιερείς καλώντας τους να αποκηρύξουν την επανάσταση και να δηλώσουν τη νομιμοφροσύνη τους στην υψηλή πύλη. Ο επίσκοπος Γαβριήλ ήταν προσκολλημένος στο Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση στην υψηλή πύλη.
Στην Τήνο ο διχασμός ήταν θρησκευτικός, όχι όμως μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, άλλωστε οι τελευταίοι ήταν ολιγάριθμοι. Ο διχασμός ήταν μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών ή Λατίνων, όπως τους αποκαλούσαν. Χαρακτηριστικό ήταν ότι σε περιπτώσεις έντονων αναταραχών, οι Λατίνοι ύψωναν γαλλική σημαία στα σπίτια και στους ναούς τους για να προστατευτούν. Αρνούνταν να συνεισφέρουν φόρους για την επανάσταση και το 1822 γιόρταζαν ηχηρά τη γιορτή του Αγίου Λουδοβίκου, διατρανώνοντας την αφοσίωσή τους στο βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο τον ΙΗ’.
Από μία άποψη η εύρεση μιας εικόνας θαμμένης στο έδαφος αποτελούσε μια έμμεση αμφισβήτηση της νομιμοποίησης της εξουσίας των όποιων σφετεριστών της γης, είτε αυτοί ήταν οι Οθωμανοί κατακτητές, είτε ήταν οι καθολικοί, πάλαι ποτέ φεουδάρχες, οι οποίοι παρέμεναν μέχρι τις μέρες της επανάστασης στις Κυκλάδες, γαιοκτήμονες. Αυτή η γη ήταν δική μας, των ορθοδόξων, πριν μας την πάρετε …
Εν τω μεταξύ, στις 30.01.1823, είχε βρεθεί η εικόνα μετά από διαδοχικά οράματα που είχε η μοναχή Πελαγία. Συστήθηκε επιτροπή για την ανέγερση ναού, επικεφαλής της οποίας ήταν οι αδελφοί Καγκάδη, επίτροποι της μονής στην οποία ανήκε η Πελαγία.
Το 1823 ο Ευάγγελος Μαντζαράκης είχε διαδεχτεί τον Σπυρίδωνα στη θέση του έπαρχου και οι Τήνιοι είχαν επαναστατήσει εναντίον του Παξιμάδη, αρνούμενοι να πληρώσουν άλλους φόρους. Το έναυσμα για την επανάσταση ενάντια στην φορολογική πολιτική της επαναστατικής κυβέρνησης είχε δοθεί με κωδωνοκρουσίες, πράγμα που υποδήλωνε την υποστήριξη του επισκόπου Γαβριήλ και της εκκλησίας. Η επανάσταση μπορεί να καταστάληκε και ο αρχηγός της να σκοτώθηκε, τα πνεύματα στο νησί εξακολουθούσαν όμως να είναι οξυμένα. Ακόμα και ο Μιαούλης αναγκάστηκε να επισκεφτεί το νησί για αποκαταστήσει την τάξη και να παροτρύνει τους Τηνίους να υπακούν στον έπαρχο. Αφού όμως ο ναύαρχος είχε μείνει τρεις εβδομάδες στο νησί και έχοντας γίνει προφανώς μάρτυρας οικονομικών ατασθαλιών έψεξε τον έπαρχο για τη διαχείρισή του και πρότεινε την αφαίρεση της διοίκησης του νησιού από το πρόσωπό του και τον ορισμό επικεφαλής από τους προκρίτους του νησιού. Σίγουρα δε θα έμενε επικεφαλής ο Παξιμάδης, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με τον Σπυρίδωνα και τον Μαντζαράκη.
Στα τέλη του 1823 ορίστηκε έπαρχος ο Κωνσταντίνος Γεωργαντόπουλος. Ο Γεωργαντόπουλος ήταν μέλος της δημογεροντίας του νησιού και υποστηρικτής του Γαβριήλ. Ήταν ένας από τους ανθρώπους που παραμέρισε ο Σπυρίδων αρχικά και ο Μαντζαράκης αργότερα. Εκείνο τον καιρό ασχολούνταν με την οικοδόμηση του ναού της Ευαγγελίστριας. Από τα γραπτά της εποχής φαίνεται ότι η ανακάλυψη της εικόνας και το χτίσιμο της εκκλησίας γινόταν σιγά σιγά ένα είδος πολιτικού κεφαλαίου, που χρησιμοποιούσε η μία πλευρά εναντίον της άλλης στον αγώνα για την τοπική εξουσία. Ο Γεωργαντόπουλος χρησιμοποίησε στην ουσία το κύρος του ως ηγετική μορφή της προσπάθειας ανέγερσης του ναού για να επεκτείνει την πολιτική ισχύ του στο νησί.
Φαίνεται επίσης ότι είχε λάβει χώρα ένα παζάρι. Ο Γαβριήλ, ο οποίος λόγω της προσκόλλησής του στο πατριαρχείο και την υψηλή πύλη ακόλουθα, ήταν στα μάτια των Τηνίων, εκτεθειμένος. Αυτός αναγνώρισε τη γνησιότητα της εικόνας ως έργο του ευαγγελιστή Λουκά και συμφώνησε να έχουν οι πρόκριτοι ρόλο στην ανέγερση του νέου ιερού τόπου. Αυτοί στη συνέχεια τον προστάτεψαν από τις κατηγορίες ότι δεν είχε εκδηλωθεί επαρκώς υπέρ της επανάστασης. Όταν μάλιστα κατηγορήθηκε ενώπιον της προσωρινής κυβέρνησης έσπευσαν να τον υπερασπιστούν.
Όταν ήρθε η ώρα να συνταχθεί η διαθήκη των κτητόρων, η οποία ορίζει τον τρόπο διοίκησης του Ιερού ναού Ευαγγελίστριας της Τήνου «εις αιώνα τον άπαντα» ο Γαβριήλ αναγκάστηκε να δεχτεί τον έλεγχο της εκκλησίας και του ιδρύματος από ντόπιους λαϊκούς. Στο πέμπτο κεφάλαιο της διαθήκης αναφέρεται ρητά: «Οι εφημέριοι, οι διάκονοι, οι ψάλται, οι κανδηλανάπται, οι κανονάρχοι να εκτελούν τα χρέη τους και να μην ανακατώνονται διόλου εις τας υποθέσεις της εκκλησίας, αλλά να υποτάσσονται εις εκείνα όπου τους διορίζουν οι Επίτροποι»
Αυτή η διαθήκη των κτητόρων είναι που κρατάει την Εκκλησία της Ελλάδος μακριά από τη διοίκηση του σημαντικότερου προσκυνήματος της χώρας. Η εκκλησία «πληρώνει» τρόπον τινά αμαρτίες 200 ετών. Η μη σύνταξη ενός επισκόπου με τον επαναστατικό αγώνα και η μη ύπαρξη κάποιας ισχυρής δομής, είτε αυτό είναι το Ελληνικό κράτος είτε η Εκκλησία της Ελλάδος να επιβληθεί στους Τηνίους χάρισαν στην Παναγία της Τήνου την δική της ανεξαρτησία.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αντιπαραβολή των τεκταινόμενων στην Τήνο με την περίπτωση της Παναγίας της Αργοκοιλιώτσας στη Νάξο. Την ημέρα της αναλήψεως του 1836 μια ομάδα χωρικών στην ορεινή Νάξο ξέθαψε τρεις εικόνες. Προφανώς εμπνευσμένοι από το θαύμα της Τήνου προσπάθησαν να το αντιγράψουν. Κατά σύμπτωση επίσκοπος στο νησί ήταν επίσης ο Γαβριήλ, ο οποίος είχε στο μεταξύ αφήσει την Τήνο. Εν τω μεταξύ όμως υπήρχε ελληνικό κράτος, είχε ιδρυθεί η Εκκλησία της Ελλάδος και η ίδρυση ιδιωτικών μοναστηριών επιτρεπόταν μόνο κατόπιν άδειας του επικεφαλής της εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή του ίδιου του βασιλιά. Η άδεια αυτή δε δόθηκε ποτέ. Ο Γαβριήλ είχε την εμπειρία της Τήνου και δε θα άφηνε μια ακόμα Παναγία να του ξεφύγει. Οι λαϊκοί δε θα κέρδιζαν και αυτή την εικόνα …
Αυτό το κενό μεταξύ εξουσίας των Οθωμανών – Πατριάρχη και του Νέου Ελληνικού Κράτους επέτρεψε στους Τηνίους να κρατήσουν την Παναγία για τον εαυτό τους. Αυτές οι συνθήκες δεν είναι εύκολο να επαναληφθούν και αυτός είναι ο λόγος που ο τρόπος οργάνωσης του ΠΙΙΕΤ είναι μοναδικός.
Όταν το ελληνικό κράτος άρχισε να οργανώνεται, η λατρεία της Παναγίας είχε πλέον εδραιωθεί στην Τήνο και οι Τήνιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον έλεγχο του προσκυνήματος. Ο μεγαλύτερος σύμμαχός τους σήμερα είναι το άρθρο 109 του συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλλου ή δωρεάς, ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού. Ακόμα και η παρουσία του μητροπολίτη στη διοικούσα επιτροπή συνιστά παραβίαση των όρων της διαθήκης.
Παρά όμως τους συγκεκριμένους όρους της διαθήκης περί μη συμμετοχής ιερωμένων στη διοίκηση του ιδρύματος και τις επιταγές του συντάγματος η εκκλησία έχει κατορθώσει να παρεισφρήσει στο ίδρυμα και φιλοδοξεί εν καιρώ να το αλώσει.
Στο ακροτελεύτιο άρθρο της διαθήκης των κτητόρων αναφέρεται: «Ταύτα πάντα συσκευθέντες και ευσυνειδήτως αποφασίζομεν και θέλομεν να διαμείνωσι τόσο εις ημάς καθώς και εις τους διαδόχους μας ιερά και απαρασάλευτα εις τον αιώνα τον άπαντα και εάν τις από ημάς ή από τους κατά σειράν διαδόχους μας ή αμέσως ή εμμέσως χωρίς τη γνώμη των υπολοίπων και χωρίς ανάγκης της αυτής Εκκλησίας ήθελον σφετεριστεί το κτήμα αυτής, να έχη να αποδόσει λόγον με την Κυρία Θεοτόκον εν τη ημέρα της Κρίσεως».
Η Εκκλησία της Ελλάδος (ο οργανισμός) κατά τη διάρκεια των τελευταίων 200 ετών επιθυμεί να σφετεριστεί το κτήμα αυτής. Οι Τήνιοι προς το παρόν αγωνίζονται για το κτήμα τους και εμείς δεν μπορούμε παρά να τους ευχηθούμε καλή επιτυχία στον αγώνα τους …

Διαβάστε περισσότερα:
Χωρικοί, πρόκριτοι και κατάρρευση της αυτοκρατορίας: η Παναγία της Τήνου, Mark Mazower
Βλέποντας όνειρα για θαμμένες εικόνες στο βασίλειο της Ελλάδος, Charles Stewart


[1] Ν.4301/14 «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις», άρθρα 26, 50 και 51
[2] Ν.570/77 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», άρθρο 66
[3] Η Παναγία της Τήνου, Εύρεσις της αγίας εικόνος και θαύματα της Μεγαλόχαρης, Ελευθέριος Κορνάρος, Εκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1985
[5] ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ της 23 Ιουλ. /1 Αυγ. 1833: Περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας

[6] Η άδεια ανασκαφών από το βασιλιά έγινε απαραίτητη από το 1834 με την ψήφιση του Ν. 10(22) Μαίου/16 Ιουν. 1834 (ΦΕΚ 22 Α’) : Περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών

[7] Β Δ της 26 Απρ. (8 Μαΐου)/22 Αυγ. 1834 (ΦΕΚ 30): Περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών

Πηγή oikonomica

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου