Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Μοντέλο για βασικό εισόδημα προς όλους - Το σύγχρονο κράτος πρόνοιας*

Το Ποντίκι


του Βασίλη Γαλούπη

Οι διεθνείς προκλήσεις για το σύγχρονο κράτος πρόνοιας, οι δυο εκδοχές του ΟΟΣΑ και η εναλλακτική του «αρνητικού φόρου εισοδήματος»
 
Το κράτος πρόνοιας απειλείται παντού. Βρίσκεται μπροστά σε τρεις μεγάλες προκλήσεις, που δεν υπήρχαν όταν σχεδιάστηκε το μοντέρνο σύστημα κοινωνικών παροχών. Το προνοιακό σύστημα, που δημιουργήθηκε με σκοπό να λειτουργήσει ως δίχτυ ασφαλείας, πρόκειται αναγκαστικά να επιδιορθωθεί αν είναι να ανταποκριθεί στις συνθήκες του σήμερα σε όλο τον δυτικό κόσμο.

Όσο οι χώρες γίνονται πλουσιότερες, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος τείνουν να ξοδεύουν σε «κοινωνική προστασία». Συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και βοηθήματα κάθε είδους για τους κοινωνικά ασθενέστερους αυξήθηκαν από έναν μ.ο. 5% του ΑΕΠ στις πλούσιες χώρες το 1960 σε 20% σήμερα. Όταν προστεθούν και οι δαπάνες σε υγεία και παιδεία, αυτό το ποσοστό διπλασιάζεται.
 
Για πολλές χώρες, και μόνο η κλίμακα αυτού του κράτους πρόνοιας θεωρείται κάτι το δυσβάσταχτα ακριβό, σύμφωνα με τον Economist.

Όμως, πιο σημαντικό κι από το μέγεθος ενός κράτους πρόνοιας είναι, ίσως, το πώς ακριβώς λειτουργεί. Συστήματα όπως της Σουηδίας, που προσφέρει στήριξη σε γονείς που επιθυμούν να γυρίσουν στη δουλειά ή της Σιγκαπούρης, που παρέχει στους ανέργους «λογαριασμούς εκμάθησης» ώστε να μπορούν να αποκτήσουν καινούργια προσόντα χωρίς οι ίδιοι να πληρώνουν, είναι που δίνουν στα άτομα επιλογές και συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και τη δημιουργία πλούτου.
 
Σε ολόκληρη την Ευρώπη τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας βαίνουν προς μεταρρύθμιση. Το ζητούμενο είναι να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τις τρεις μεγάλες προκλήσεις: την πληθυσμιακή γήρανση, τη μετανάστευση και τις αλλαγές στην αγορά εργασίας, δηλαδή την πρωτοφανώς διαφοροποιημένη φύση της εργασίας, προβλήματα που δεν υπήρχαν όταν δημιουργήθηκαν τα προνοιακά συστήματα.

 
Δίχτυ προστασίας

Το μοντέρνο κράτος πρόνοιας, όπως το γνωρίζουμε σήμερα στις χώρες της Ευρώπης αλλά και όλο τον αγγλόφωνο κόσμο, είναι βασισμένο πάνω στον σχεδιασμό ενός φιλελεύθερου Βρετανού ακαδημαϊκού και οικονομολόγου, του Γουίλιαμ Μπέβεριτζ, το 1942. Τότε, πρότεινε, μεταξύ άλλων, νέα επιδόματα για τους συνταξιούχους, τους ανέργους και τους αναπήρους, ένα παγκόσμιο επίδομα για τα παιδιά και εθνικές υπηρεσίες υγείας. Οι δημοσκοπήσεις της εποχής έδειξαν ότι οι πλειοψηφίες απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις υποστήριζαν τις προστάσεις του.
Το συγκεκριμένο σχέδιο μεταφράστηκε σε 22 γλώσσες και η Royal Air Force μοίραζε από αέρος κόπιες στα συμμαχικά στρατεύματα αλλά ακόμα και στις εχθρικές χώρες. Δύο κόπιες βρέθηκαν στο καταφύγιο του Χίτλερ όταν έπεσε το Βερολίνο. Μάλιστα, ήταν γεμάτες λεπτομερείς υποσημειώσεις και σχολιασμούς, ένδειξη ότι τις μελετούσαν ενδελεχώς.
 
Τα μοντέρνα κράτη πρόνοιας σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι επηρεασμένα από αυτό το βρετανικό προσχέδιο του 1942. Δημιουργήθηκε ως απάντηση στη «δημιουργική καταστροφή» του καπιταλισμού, δηλαδή ως δίχτυ προστασίας μέσα στο συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα των ελεύθερων αγορών.

Το πρώιμο κράτος πρόνοιας βασιζόταν στην ιδέα ότι ελεύθερος πολίτης σήμαινε πως το άτομο θα έχει διασφαλισμένη τη φροντίδα υγείας, την ασφάλεια και την εκπαίδευση ώστε να μπορεί να κάνει τις επιλογές του και να ζήσει όπως θα ήθελε.

Η άνοδος των ελεύθερων αγορών έφερε μαζί της και τις απαιτήσεις για προστασία έναντι των επιπτώσεων. Το φιλανθρωπικό έργο και οι εκκλησίες δεν τα κατάφερναν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια, καθώς η μαζική μετακίνηση στα αστικά κέντρα αδυνάτιζε τους παραδοσιακούς κοινωνικούς δεσμούς. Η ανάπτυξη των προνοιακών συστημάτων επισπεύσθηκε λόγω της μεγάλης ύφεσης και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
 
Ως το 1954 οι βασικές αρχές του κράτους πρόνοιας είχαν θεσμοθετηθεί στο μεγαλύτερο κομμάτι του ανεπτυγμένου κόσμου: με συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, υποστήριξη για τους φτωχότερους, δωρεάν ή επιδοτούμενη υγειονομική περίθαλψη και εργασιακά δικαιώματα.

Εκείνη τη χρονιά, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ είχε δηλώσει ότι «αν κάποιος πολιτικός προσπαθήσει να ξηλώσει την κοινωνική ασφάλιση, δεν πρόκειται να ξανακούσουμε γι’ αυτό το κόμμα στην πολιτική μας ιστορία».

 
Τα τρία βασικά συστήματα

Τα κράτη πρόνοιας είχαν πάντοτε διαφορές από χώρα σε χώρα. Αλλά από το 1970 οι προσεγγίσεις διαφοροποιήθηκαν ακόμα περισσότερο. Το 1990 υπήρχαν τρεις βασικές παραλλαγές του «προνοιακού καπιταλισμού», σύμφωνα με τον διάσημο Δανό κοινωνιολόγο - ακαδημαϊκό Gosta Esping Andersen:

1. Η «σοσιαλδημοκρατική» εκδοχή στη Σκανδιναβία, με υψηλές δημόσιες δαπάνες, ισχυρά συνδικάτα, επιδόματα για όλους κ.λπ.
2. Τα «συντηρητικά» κράτη πρόνοιας, όπως της Γερμανίας, που χτίστηκαν γύρω από το μοτίβο της παραδοσιακής οικογένειας, βασισμένα στην αρχή της ανταποδοτικότητας.
3. Τα «αγγλοαμερικανικά» κράτη πρόνοιας, με έμφαση στα εγγυηθέντα μίνιμουμ εισοδήματα παρά στα επιδόματα.
 

Μύθος η αναδιανομή

Σύμφωνα με το London School of Economics, η ιδέα ότι ο βασικός ρόλος του κράτους πρόνοιας είναι να αναδιανέμει από τους πλούσιους στους φτωχούς είναι μύθος.

Αυτό που ουσιαστικά κάνει ένα κράτος πρόνοιας είναι να επιτρέπει στους ανθρώπους να διασφαλίζουν ομαλά την κατανάλωση κατά τη διάρκεια της ζωής τους, πρακτικά μετακυλώντας λεφτά από τους νεότερους «εαυτούς» τους στους πιο ηλικιωμένους «εαυτούς τους».

 
Οι σημερινές απειλές

Σήμερα, οι κύριες απειλές που αντιμετωπίζουν τα κράτη πρόνοιας σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες είναι πολύ συγκεκριμένες και επιτακτικές:
 
1. Το δημογραφικό, δηλαδή η γήρανση του πληθυσμού. Στα κράτη του ΟΟΣΑ το ποσοστό των ενηλίκων άνω των 65 ετών σε σχέση με τους ενηλίκους σε ηλικία εργασίας έχει ανέβει, από 19,5 στους 100 το 1965, σε 27,9 σήμερα. Αυτό απειλεί ευθέως το σιωπηρό κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στις διάφορες γενιές.

Σε κάποιες χώρες η μεταπολεμική γενιά, αυτοί δηλαδή που γεννήθηκαν μεταξύ 1946-1964, θα πάρουν σε παροχές και προνόμια τουλάχιστον πέντε φορές πάνω από ό,τι πλήρωσαν με τους φόρους και τις εισφορές τους. Όμως, οι σημερινοί εργαζόμενοι στενάζουν κάτω από την όλο και αυξανόμενη φορολόγηση, που δεν θα τους αποφέρει ούτε καν αντίστοιχες απολαβές στο μέλλον.

Η Δανία και η Φινλανδία, μεταξύ άλλων χωρών, συνέδεσαν την ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής. Το 2022 το ίδιο θα κάνει και η Ολλανδία.

Στη Γερμανία, την Πορτογαλία και τη Σουηδία τα επίπεδα των συντάξεων προσαρμόζονται ανάλογα με τα ποσοστά των εργαζομένων έναντι των μη εργαζομένων.
 
2. Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση στο κράτος πρόνοιας έρχεται από τη μετανάστευση. Σε ολόκληρη την Ευρώπη παρατηρείται η άνοδος του «προνοιακού σωβινισμού». Αυτός υποστηρίζει ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας για τους φτωχότερους ημεδαπούς, αλλά όχι για τους μετανάστες. Στηρίζεται στην υπόθεση ότι αν μετανάστες από φτωχότερες χώρες μετακινηθούν σε πλουσιότερα κράτη, τότε θα προκληθεί η χρεοκοπία του κράτους πρόνοιας. Το μότο του προνοιακού σωβινισμού είναι «χτίστε τείχος γύρω από το κράτος πρόνοιας, όχι γύρω απ’ τη χώρα».

Μελέτη του 2017, που βασίστηκε σε έρευνες από 114 διαφορετικές περιοχές στην Ευρώπη, βρήκε πως οι φορολογούμενοι τείνουν να είναι πιο ανεκτικοί προς επιδόματα που προορίζονται για ανθρώπους που δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τους ίδιους. Για παράδειγμα, στη Σουηδία, ο κόσμος είναι πιο απρόθυμος να παίρνουν επιδόματα οι μετανάστες από τη Βουλγαρία, συγκριτικά με τους μετανάστες από την Ολλανδία!

Οι δημοσκοπήσεις, πάντως, δείχνουν ότι είναι σχετικά λίγοι οι Ευρωπαίοι που επιθυμούν να μην έχουν καμία πρόσβαση οι μετανάστες στη χώρα τους σε υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση για τα παιδιά τους. Όμως, η πλειοψηφία θεωρεί ότι είναι απαραίτητοι κάποιοι περιορισμοί στα επιδόματα. Τέτοιους περιορισμούς έχουν ήδη θέσει η Σουηδία και η Δανία.

Βέβαια, οικονομικές έρευνες από τη Δανία και τη Βρετανία έδειξαν ότι από το 2002, οι μετανάστες από την Ε.Ε. συνεισέφεραν περισσότερο μέσω φόρων από ό,τι κόστισαν σε δημόσιες παροχές.
 
3. Το τρίτο θέμα είναι η προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες αγορές εργασίας. Όπως τονίζει το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, «Το κράτος πρόνοιας αναπτύχθηκε σε μια εποχή μεγάλων κυβερνήσεων, μεγάλων εταιριών και μεγάλων συνδικάτων».
Στις περισσότερε
ς χώρες είχε αξιωματικά υποτεθεί ότι θα υπάρχει πλήρης απασχόληση ολόκληρου του αντρικού πληθυσμού. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ σε επτά από τα κράτη - μέλη του έδειξε ότι μόνο το 60% από τον συνολικό πληθυσμό σε ηλικία εργασίας έχει σταθερή απασχόληση πλήρους ωραρίου.

Από το υπόλοιπο 40%, μόλις το ένα τέταρτο πληροί τον ορισμό του ανέργου, δηλαδή έχασε μια δουλειά και ψάχνει για άλλη. Οι περισσότεροι είτε εργάζονται άστατες ώρες σε μη σταθερή δουλειά, είτε έχουν αποσυρθεί από την αγορά εργασίας.

Οι αιτίες είναι πολυσύνθετες. Βασικό ρόλο, όμως, παίζουν οι διάφορες γραφειοκρατικές παγίδες, καθώς και τα κίνητρα - αντικίνητρα για να δουλεύει κανείς που απορρέουν από τα περίπλοκα συστήματα παροχών. Στις χώρες ΟΟΣΑ σχεδόν το 40% των ανέργων έρχεται αντιμέτωπο με έναν φορολογικό συντελεστή στο 80% όταν βρίσκουν δουλειά.

 
Προς καθολικό βασικό εισόδημα

Τα κράτη πρόνοιας στρέφονται στην ιδέα ενός καθολικού βασικού εισοδήματος για το μέλλον. Θα έχει διάφορες μορφές, αλλά στη βάση του θα αντικαθιστά μια πληθώρα διαφόρων επιδομάτων με ένα, που θα είναι άνευ όρων και θα καταβάλλεται σε όλους.

Ο ΟΟΣΑ πρόσφατα παρουσίασε δύο εκδοχές του καθολικού βασικού εισοδήματος.
 
Στην πρώτη, οι κρατικές δαπάνες για παροχές διαμοιράζονται εξίσου ανάμεσα σε όλους, μια μεταρρύθμιση ουδέτερη από πλευράς εσόδων.

Στη δεύτερη παραλλαγή, οι πολίτες θα λαμβάνουν επιδόματα ανάλογα με την τρέχουσα μίνιμουμ εγγύηση ελάχιστου εισοδήματος και οι φόροι θα αυξάνονται για να το καλύψουν, αν αυτό είναι απαραίτητο.

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον Economist, δαπανά εδώ και δεκαετίες περισσότερα σε κοινωνικές παροχές για το πλουσιότερο 20% παρά για το φτωχότερο. Το ίδιο και οι Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία και Πολωνία. Σε αυτές τις χώρες, το να διαμοιραστούν οι παροχές πιο ομοιόμορφα θα ωφελούσε τους οικονομικά ασθενέστερους, ακόμα και υπό το ουδέτερο από πλευράς εσόδων μοντέλο.
 
Όμως, σε άλλες χώρες, που οι κοινωνικές τους δαπάνες είναι στοχευμένες στους φτωχότερους, όπως η Βρετανία, το βασικό εισόδημα θα είχε ως αποτέλεσμα είτε μεγάλες αυξήσεις στη φορολόγηση, για να διατίθεται ένα μίνιμουμ εισόδημα προς όλους, είτε μείωση των παροχών στους φτωχότερους.

Έτσι, πολλές χώρες εξετάζουν μια πιο ρεαλιστική εναλλακτική, αυτή του αρνητικού φόρου εισοδήματος. Δηλαδή, κάτω από ένα συγκεκριμένο εισοδηματικό όριο, η εφορία πληρώνει τον πολίτη κι όχι ο πολίτης την εφορία. Όσο τα έσοδα του πολίτη αυξάνονται, έρχεται η φορολόγηση που πρέπει να αποδίδει, μειώνοντας το εισόδημα. Το αποτέλεσμα, υπολογίζουν, θα είναι παρόμοιο με αυτό του βασικού εισοδήματος.
 
Αναπόφευκτα, τα κράτη πρόνοιας είναι αναγκασμένα εκ των πραγμάτων να λάβουν υπόψη τα σύγχρονα κοινωνικά ρίσκα και να μην μείνουν στο παρελθόν, διότι συντρέχει ο κίνδυνος εν τέλει όχι μόνο να γίνονται όλο και πιο άδικα για τους οικονομικά πιο ευάλωτος, αλλά ακόμα και να καταρρεύσουν…



Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2031 στις 26-7-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου