Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Η συνταγή για περισσότερες επενδύσεις στην Ελλάδα


Η τακτική της δημοσιονομικής προσαρμογής από την πλευρά της προσφοράς και η σημασία της ζήτησης. Ο ρόλος της αποταμίευσης και η ακτινογραφία των ξένων επενδύσεων. 

Γράφει ο Κ. Μελάς*

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπη με δύσκολα προβλήματα μετά από σχεδόν οκτώ χρόνια εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος.
Το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα πρέπει πλέον να έχει γίνει κατανοητό  από όλους, ότι είναι προσανατολισμένο  αποκλειστικά στη δημοσιονομική προσαρμογή της οικονομίας, με επιμέρους στόχους  την εξισορρόπηση του γενικού δημοσιονομικού ελλείμματος και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την παράλληλη δημιουργία ικανών πρωτογενών πλεονασμάτων, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Ενδιαφέρεται, ας το πούμε με απλά λόγια, αποκλειστικά να προσαρμοστεί η πλευρά της προσφοράς της ελληνικής οικονομίας, παρότι δεν το παραδέχεται ρητά, ανεξάρτητα από την πλευρά της ζήτησης.  Το πρόβλημα της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί μέρος του προγράμματος ή, για να είμαστε περισσότερο αντικειμενικοί, θεωρείται ότι θα ακολουθήσει άμεσα και βήμα βήμα την προσαρμογή της προσφοράς.
Προσέγγιση που ακολουθεί το μονοπάτι του λεγόμενου Νόμου του Say (η προσφορά δημιουργεί τη ζήτηση) και ο οποίος στη σύγχρονη οικονομική θεώρηση μεταφράζεται στην  άποψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή περιέχει εγγενείς  αναπτυξιακές δυναμικές.

Η δημοσιονομική προσαρμογή, λόγω του συγκεκριμένου τρόπου που επιβλήθηκε και λόγω των μεγάλων εσωτερικών και εξωτερικών ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο προκάλεσε κατάρρευση των βασικών πυλώνων προσδιορισμού του ΑΕΠ: Της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Πίσω από τη συγκεκριμένη κατάρρευση, υπάρχει η κατάρρευση του μεγέθους της εθνικής  αποταμίευσης.

Η εθνική αποταμίευση

Η συζήτηση γύρω από την εθνική αποταμίευση είναι εξόχως σημαντική, διότι το συγκεκριμένο μέγεθος αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα στη μεγέθυνση των οικονομιών. Παράλληλα ως μακροοικονομικό μέγεθος  είναι υποκείμενο της εκάστοτε ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Εκείνο που χρειάζεται  πρωτίστως να γίνει κατανοητό από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου είναι ότι το ουσιαστικό πρόβλημα για κάθε εθνική οικονομία παραμένει η συνολική εθνική αποταμίευση, δηλαδή το πόσο αποταμιεύει μια χώρα ως σύνολο -και δευτερεύοντος η αποταμίευση της μίας ή της άλλης κοινωνικής ομάδας.
Μέσα στη χώρα, η εθνική ακαθάριστη αποταμίευση είναι το άθροισμα της ιδιωτικής  αποταμίευσης (δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων) και της δημόσιας αποταμίευσης (δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα του κράτους).
Το διαθέσιμο εισόδημα του κράτους μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό, γεγονός που εξαρτάται από την ύπαρξη δημοσιονομικού πλεονάσματος ή ελλείμματος. Από τον τρόπο που μετριέται η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση συνάγεται και η σπουδαιότητά της για τη μεγέθυνση του εθνικού εισοδήματος: ουσιαστικά πρόκειται για το μέρος του παραγόμενου εισοδήματος που μετατρέπεται σε επενδύσεις πάσης φύσεως, απαραίτητη προϋπόθεση για να  αυξάνεται με ρυθμούς υψηλότερους το μελλοντικό εισόδημα της χώρας. Άμα πέφτει η αποταμίευση, και η επένδυση θα καμφθεί. Όσο μικραίνει η εθνική αποταμίευση τόσο η χώρα μπορεί να βρεθεί σε στενότητα πόρων, γεγονός που θα μειώσει τις αναπτυξιακές της προοπτικές.
Η στενότητα των πόρων οδηγεί αναπόφευκτα στον δανεισμό από το εξωτερικόκαι στην εξάρτηση από το δανειστικό ξένο κεφάλαιο. Όσο υπάρχουν πρόθυμοι δανειστές να σε δανείζουν, ας πούμε ότι υπάρχει μια λύση, όχι η επιθυμητή, αλλά τέλος πάντων είναι μια λύση.
Τα έντονα προβλήματα αρχίζουν όταν λιγοστεύουν οι διαθέσιμοι δανειστές. Τότε δημιουργείται στενότητα πόρων, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις στη χώρα, μειώνεται ο ρυθμός μεγέθυνσης του εισοδήματος, μειώνεται εκ νέου η δυνατότητα αποταμίευσης και η οικονομία μπαίνει σε διαδικασία καθόδου της οικονομικής δραστηριότητας, που τις περισσότερες φορές, αν δεν παρθούν τα κατάλληλα μέτρα, οδηγεί σε ύφεση και σε αποτελμάτωση. Μετά τα παραπάνω που ειπώθηκαν, μπορούμε τώρα να αναφερθούμε στη σχέση που διέπει τις επενδύσεις και τις αποταμιεύσεις και πώς συνδέονται αυτά τα μεγέθη με την κατάσταση στο δημοσιονομικό  και εξωτερικό ισοζύγιο.
Γνωρίζουμε, από την οικονομική θεωρία, ότι το συνολικό αποτέλεσμα τουΙσοζυγίου Εξωτερικών Συναλλαγών είναι ίσο με την καθαρή εσωτερική χρηματοδότηση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αυτό συνεπώς σημαίνει ότι η αύξηση ή η μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων (μέσω της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής) έχει επιπτώσεις στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών.
Οι επιπτώσεις όμως δεν μπορεί να είναι άμεσες παρά μόνο έμμεσες, δεδομένου ότι η οποιαδήποτε μεταβολή της δημοσιονομικής κατάστασης του δημόσιου τομέα επηρεάζει το πλεόνασμα ή το έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα. Αν σκεφτούμε για μια στιγμή το κύκλωμα της ζήτησης, θα αντιληφθούμε αμέσως ότι οι δημόσιες δαπάνες αποτελούν στην ουσία εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα.
Τα διαχρονικά υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα ίσως να μαρτυρούν την ύπαρξη ζητήματος συστημικού χαρακτήρα, το οποίο χρειάζεται να ερμηνευθεί. Ο δημόσιος τομέας είναι υποσύστημα του παραγωγικού- οικονομικού-κοινωνικού υποδείγματος ανάπτυξης της χώρας και αντανακλά τις διαρθρωτικές σχέσεις με τον ιδιωτικό τομέα.
Μεθοδολογικά δεν πρέπει να απομονώνεται η κατάσταση του δημοσιονομικού ισοζυγίου από τις γενικότερες εξελίξεις του συνόλου της οικονομίας και τη χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδιωτικού τομέα. Η συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους συγκεκριμένης σχολής σκέψης να μη λαμβάνει υπόψη της την αλληλεξάρτηση μεταξύ των τομέων της οικονομίας, παρουσιάζοντάς τους ως απομονωμένους, δεν συνάδει καθόλου με την οικονομική πραγματικότητα.
Η ενδιαφέρουσα ερώτηση επομένως είναι τι είδους επιδράσεις θα υπάρξουν στον τομέα της ιδιωτικής αποταμίευσης και επένδυσης, λόγω της αλλαγής της δημοσιονομικής πολιτικής. Εάν υπάρξει αλλαγή στη δημοσιονομική κατάσταση της Γενικής Κυβέρνησης, τότε αυτή οδηγεί σε αλλαγή της κατάστασης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, και αναπόφευκτα η κατάσταση στο νομισματικό ισοζύγιο του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει εκ των πραγμάτων να μεταβληθεί.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, εάν υπάρξει αλλαγή στη δημοσιονομική κατάσταση της Γενικής Κυβέρνησης, τότε αυτή οδηγεί σε αλλαγή της κατάστασης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και αναπόφευκτα η κατάσταση στο νομισματικό ισοζύγιο του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει εκ των πραγμάτων να μεταβληθεί.
Αυτό το τελευταίο συνάγεται εύκολα από την προσεκτική μελέτη του παρακάτω πίνακα, στον οποίο παρουσιάζονται τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2009 (αρχή της κρίσης) και 2017 (μετά την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων για περίπου οκτώ έτη).
Το 2009, η ΓΚ  παρουσίαζε αρνητική αποταμίευση -23,8 δισ. ευρώ και πραγματοποιούσε 12,2 δισ. ευρώ επενδύσεις. Συνολικά δηλαδή χρηματοδοτούσε την οικονομία με 36,0 δισ. ευρώ μέσω δανεισμού (εγχώριου και εξωτερικού). Το συνολικό αυτό ποσό αντιστοιχεί στο γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα του έτους 2009 (ΕΛΣΤΑΤ).
Οι δάνειοι πόροι της ΓΚ που χρηματοδοτούν το γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα επιστρέφουν στην οικονομία και συνεισφέρουν στην αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά, επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικός τομέας), η οποία ανέρχεται σε 40,0 δισ. ευρώ (12 δισ. τα νοικοκυριά, 25,9 δισ. οι επιχειρήσεις και 2,1 δισ. ο χρηματοπιστωτικός τομέας).
Ο ιδιωτικός τομέας πραγματοποιεί συνολικά επενδύσεις ύψους 31,5 δισ. ευρώ (τα νοικοκυριά 20,3 δισ. ευρώ, οι επιχειρήσεις 10,5 δισ. ευρώ και ο χρηματοπιστωτικός τομέας 0,5 δισ. ευρώ).
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του Πίνακα, μόνο οι επιχειρήσεις έχουν, ουσιαστικά, υπέρβαση αποταμιεύσεων σε σχέση με τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν, γεγονός που δείχνει ότι μέρος από αυτές χρηματοδότησαν το έλλειμμα της ΓΚ (με την αγορά κρατικού χρέους).
Τώρα, όπως έχουμε αναφέρει, το συνολικό αποτέλεσμα του Ισοζυγίου Εξωτερικών Συναλλαγών (-27,3 δισ. ευρώ) είναι ίσο με την καθαρή εσωτερική χρηματοδότηση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (43,5 - 16,2 δισ. ευρώ).

Η δημοσιονομική εικόνα το 2017

Το 2017, μετά τη βαθιά προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας την τελευταία οκταετία, διαπιστώνεται ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση εξωτερικής ισορροπίας (το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται σε ισορροπία) και το δημοσιονομικό ισοζύγιο της ΓΚ, ελαφρά πλεονασματικό.  Οι επενδύσεις καλύπτονται από τις εγχώριες αποταμιεύσεις και δεν υπάρχει συσσώρευση εξωτερικού δημόσιου χρέους που να οφείλεται στην ύπαρξη δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η ισορροπία αυτή, όμως, επιτυγχάνεται σε χαμηλό επίπεδο επενδύσεων, που μεταφράζεται σε χαμηλό επίπεδο μελλοντικής ευημερίας.
Δηλαδή, η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής (μετατροπή των ελλειμμάτων σε πλεονάσματα) και η επακόλουθη εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι οι λόγοι του χαμηλού επιπέδου επενδύσεων που παρατηρούνται στην ελληνική οικονομία.
Η συνέχιση της πλεονασματικής δημοσιονομικής πολιτικής, με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (λόγω του ότι συνδέονται με τη βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με τους δανειστές) στερεί τη δυνατότητα άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στα όρια των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης για τις οποίες, ως γνωστό, επιτρέπεται το δημοσιονομικό έλλειμμα της ΓΚ να βρίσκεται μέχρι 3,0% του ΑΕΠ.
Αυτό που χρειαζόμαστε, στην παρούσα κατάσταση, δεν είναι η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, μέσω δημιουργίας ελλειμμάτων, αλλά η δυνατότητα αύξησης του δημοσιονομικού χώρου μέσω της μείωσης των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Συνεπώς αυτό που μένει για την ελληνική οικονομία, ως προς τις επενδύσεις, στο παρόν πλαίσιο, είναι η αργή, δύσκολη και αβέβαιη αύξηση της εθνικής αποταμίευσης, λόγω του ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική (με στόχο τη δημιουργία των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και λανθασμένων αντιλήψεων της σημερινής κυβέρνησης),  δεν βοηθά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.

«Απούσες» οι άμεσες ξένες επενδύσεις από την Ελλάδα

Επιπλέον θα πρέπει να γίνει κατανοητό το  γεγονός της αντικειμενικής αδυναμίας εισροής Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) σε τέτοιο βαθμό, που η συμβολή τους να είναι σημαντική για το ποιοτικό και ποσοτικό μέγεθος των επενδύσεων, έτσι ώστε να βελτιωθεί η υπάρχουσα παραγωγική βάση στην ελληνική οικονομία.
Οι ΑΞΕ, τα τελευταία 30 χρόνια, βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο (η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση των χωρών του ΟΟΣΑ). Στη μεταποίηση κατευθύνθηκε μόλις το 6,8% των συνολικών εισροών ΑΞΕ την περίοδο 2003-2016, δηλαδή σε απόλυτα νούμερα 1,6 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία δείχνουν με απόλυτη ακρίβεια ότι ο μεταποιητικός τομέας της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί πόλο έλξης των ΑΞΕ, με δυσμενή αποτελέσματα για τον τομέα. Αντιθέτως στις υπηρεσίες κατευθύνθηκαν 18, 1 δισ. ευρώ, ή το 77,32% του συνόλου των εισροών ΑΞΕ. Στον τομέα του ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου 6,9% του συνόλου των εισροών ΑΞΕ, ή 665 εκατ. ευρώ.
Η Ελλάδα υστερεί σε πρωτογενείς (greenfield) ΑΞΕ έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών, οι ΑΞΕ για ίδρυση νέας παραγωγικής μονάδας ήταν μόλις 194 εκατ. ευρώ την περίοδο 2001-2008 (1% των συνολικών εισροών ΑΞΕ) και 178 εκατ. ευρώ την περίοδο 2009-2012 (4%), ενώ παρατηρήθηκε αποεπένδυση ύψους 585 εκατ. ευρώ (-8%) την περίοδο 2013-2015.

* Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης


euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου