Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Είναι λύση η «δημοσιονομική υποτίμηση»;


Πώς ο Ισημερινός επιχειρεί τη μείωση του κόστους παραγωγής των εξαγωγικών κυρίως επιχειρήσεων, χωρίς δικό του νόμισμα. Τα προβλήματα και οι ομοιότητες με την ελληνική περίπτωση.

του Τάκη Μίχα*

H Ελλάδα και ο Ισημερινός έχουν ένα κοινό σημείο: Δεν έχουν εθνικό νόμισμα. Ετσι ο μεν Ισημερινός χρησιμοποιεί το δολάριο ενώ η Ελλάδα χρησιμοποιεί το γνωστό μόρφωμα.
Αυτό τούς αφαιρεί τη δυνατότητα της χρήσης της υποτίμησης, ως του εργαλείου που θα αποκαταστήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα, με επακόλουθο, η απώλεια ανταγωνιστικότητας να εκφράζεται σε ανεργία: 25% στην Ελλάδα, περίπου 8%-10% στον Ισημερινό.
Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ισπανίας, η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Ισημερινού επιχειρεί σήμερα μία νέα μέθοδο αντιμετώπισης του προβλήματος που θεωρητικά έχει τα πλεονεκτήματα της υποτίμησης, χωρίς όμως να συνεπάγεται την εγκατάλειψη του νομίσματος που χρησιμοποιεί η χώρα. Πρόκειται για τη λεγόμενη «δημοσιονομική υποτίμηση» (devaluación fiscal), οικονομική πολιτική την οποία η Ισπανία άρχισε να εφαρμόζει από το 2014.
Η νέα αυτή πολιτική έχει ως ακρογωνιαίο λίθο την προσπάθεια μείωσης του κόστους παραγωγής μέσω της μείωσης έως κατάργησης των κοινωνικών εισφορών της εργοδοσίας, μέτρο που, σύμφωνα με την El Pais, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Οι κοινωνικές εισφορές περνάνε από τον επιχειρηματία στο κράτος.

Πώς θα αναπληρώσει το κράτος τις εισφορές των εργοδοτών; Πού θα βρει τα χρήματα;
Tα χρήματα, στο πλαίσιο της νέας αυτής οικονομικής πολιτικής, θα προέλθουν από π.χ. την αύξηση του ΦΠΑ επί των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό το μέτρο ταυτόχρονα θα καταστήσει τα ντόπια προϊόντα πιο ελκυστικά σε σχέση με τα εισαγόμενα.
Η «δημοσιονομική υποτίμηση» στοχεύει να κάνει τις επιχειρήσεις πιο δυναμικές, έτσι ώστε να προσλάβουν περισσότερους εργαζόμενους και να μειωθεί η ανεργία. Στην Ισπανία, η πολιτική αυτή απέδωσε 200 χιλιάδες θέσεις εργασίας ετησίως.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο υπουργός Οικονομικών του Ισημερινού Κάρλος Τόρε, αναφερόμενος στη νέα πολιτική, δήλωσε: «Πρόκειται για μέτρα τελείως καινοτόμα, προκειμένου να εφαρμοσθούν σε μία δολαροποιημένη οικονομία που λειτουργεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις παραδοσιακές οικονομίες...».
Συνεχίζοντας, ο υπουργός της σοσιαλιστικής κυβέρνησης ανακοίνωσε τη σημαντική μελλοντική μείωση των εργοδοτικών εισφορών στο Ιδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης της χώρας. «Τα οφέλη της νέας οικονομικής πολιτικής», κατέληξε ο υπουργός, «θα είναι πολύ μεγαλύτερα από το κόστος που συνεπάγονται για το δημόσιο».
Σύμφωνα με δηλώσεις του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κίτο Λουίς Εσπινόζα Γκοτέδ, αυτά τα μέτρα στοχεύουν να έχουν τις ίδιες επιπτώσεις με μία υποτίμηση του νομίσματος ή εσωτερική υποτίμηση: Τη μείωση του κόστους παραγωγής των εξαγωγικών κυρίως επιχειρήσεων, καθιστώντας τες πιο ανταγωνιστικές και παραγωγικές.
Η έννοια της «δημοσιονομικής υποτίμησης» πάει πίσω στον οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς, που έδειξε ότι τα ίδια αποτελέσματα με μία υποτίμηση του νομίσματος μπορούν να επιτευχθούν με μία αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα συν επιδότηση των εξαγωγών. Επειδή όμως η επιβολή δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα και η επιδότηση των εξαγωγών απαγορεύονται σήμερα στο πλαίσιο των θεσμών του ελεύθερου εμπορίου, μπορούμε αντ’ αυτών να επιβάλουμε αύξηση του ΦΠΑ και μείωση των εργοδοτικών εισφορών.
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, βραχυπρόθεσμα οι επιπτώσεις από την αύξηση του ΦΠΑ γίνονται άμεσα αισθητές, οδηγώντας σε μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, ενώ αντίθετα οι μειώσεις των τιμών λόγω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών παίρνουν περισσότερο χρόνο. Πάντως μακροπρόθεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης του ΦΠΑ υπερεξισσοροπούνται από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση της παραγωγής των επιχειρήσεων.
Πάντως, ό,τι άποψη και να έχει κανείς για το θέμα, το γεγονός είναι ότι ενώ η κυβέρνηση του Ισημερινού θεωρεί το σημερινό ποσοστό ανεργίας απαράδεκτο και προσπαθεί να εφαρμόσει μέτρα που θα οδηγήσουν στη μείωσή του, στην Ελλάδα αντίθετα οι ντόπιες συντεχνίες των πολιτικών (συνεπικουρούμενες από την τρόικα) θεωρούν απολύτως φυσικό ένα τριπλάσιο(!) ποσοστό ανεργίας για έβδομη συνεχή χρονιά.
Φυσικά υπάρχει μία μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο χωρών: Στον Ισημερινό, ο μέσος όρος ηλικίας είναι 27 έτη ενώ στην Ελλάδα, 42.Αυτό σημαίνει ότι οι προοπτικές κοινωνικής έκρηξης ως αποτέλεσμα της ανεργίας είναι πολύ μεγαλύτερες σε μία χώρα νέων όπως ο Ισημερινός από ό,τι σε μία χώρα γερόντων όπως η Ελλάδα. Για αυτό και τα πολιτικά συστήματα των δύο χωρών αντιδρούν διαφορετικά.
* Ο Τάκης Μίχας σπούδασε Ανθρωπολογία στη Δανία και εργάστηκε για πολλά χρόνια σε Ελευθεροτυπία και Καθημερινή. Υπήρξε αρθρογράφος της Wall Street Journal και άλλων διεθνών εντύπων καθώς και συγγραφέας βιβλίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει στη Λατινική Αμερική, όπου γράφει βιβλίο για το φαινόμενο του Populismo.

euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου