Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Το ψυχολογικό σχήμα των μνημονίων: Υποταγή, Αποφυγή και Ψευδοεπανάσταση




Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Τα Μνημόνια, εκτός από επιβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, είναι ένα ευρύ, διάχυτο πρόβλημα με χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενου καταναγκαστικού -και εν πολλοίς αυτοηττώμενου- μοτίβου, που συγκροτείται στη συλλογική συνείδηση από μνήμες, συναισθήματα, σωματικές αισθήσεις, πληροφορίες, σκέψεις, πεποιθήσεις και αντιλήψεις σχετικές με τον ατομικό –αλλά και τον συλλογικό- Εαυτό και τις σχέσεις του με τους άλλους. Ο τρόπος αυτός καθιστά, εν τέλει, τη ζωή στην Ελλάδα από δυσλειτουργική έως δυσβάσταχτη.
Οι πολίτες, εύλογα μάλλον, σαν απάντηση στα Μνημόνια, αναπτύσσουν μια δέσμη από δυσλειτουργικές συμπεριφορές, που καθοδηγούνται από τις μνημονιακές θεσμίσεις. Και αυτό γιατί, αυτοί οι δυσλειτουργικοί τρόποι είναι η «αυτόματη απάντηση» των ανθρώπων στην απειλή, ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν στα Μνημόνια και να μην χρειαστεί να βιώσουν τα έντονα και ισοπεδωτικά συναισθήματα που αυτά προκαλούν. Είναι, βέβαια, αυτονόητο, ότι αυτοί οι τρόποι αντιμετώπισης σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, μπορεί, κάποιες στιγμές, να βοηθούν στην αποφυγή των συνεπειών του Μνημονιακού τραύματος, αλλά δεν το επουλώνουν αληθινά.
Στην πραγματικότητα, η Μνημονιακή Απειλή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σύγχυση των πυρηνικών υπαρξιακών αναγκών σε ατομικό ή και συλλογικό επίπεδο και ίσως αυτό να ήταν και εξαρχής μία συστημική-πειραματική επιδίωξη -αν και αυτό ακούγεται μάλλον συνωμοσιολογικό-. Και υπαρξιακές ανάγκες, δεν είναι άλλες από τις ανάγκες για: ασφάλεια, σχέση με τους άλλους, αυτονομία, αυτοέκφραση και αυτοεκτίμηση και όλα αυτά μέσα σε ρεαλιστικά όρια. Ένα κάπως ιδιαίτερο πρόβλημα είναι ότι τα Μνημόνια, περίπου, αυτοπυροδοτούνται ως η απάντηση στην απειλή τα οποία κατά βάσιν τα ίδια προκαλούν. Πρόκειται δηλαδή για ένα αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ ήττας, στο οποίο τα Μνημόνια εμφανίζονται ως αντιμετώπιση μιας απειλής, την οποία όμως προκαλούν τα ίδια (τα Μνημόνια). Πλασάρονται δηλαδή ως η «θεραπεία» στην «νόσο» την οποία προκαλούν και εδώ ακριβώς έγκειται και ο αυτο-ηττώμενος χαρακτήρας τους.

Απέναντι στην απειλή, όλοι οι οργανισμοί έχουν τρείς βασικούς τύπους πιθανής αντίδρασης: τη σύγκρουση, τη φυγή και την υποταγή. Με βάση αυτούς τους τρείς τύπους αντίδρασης-θέσεις μπορεί κανείς να αρχίσει να φαντάζεται και μια άλλη πολιτική γεωγραφία για τη χώρα, καθώς ή τυπολογία αυτή διατρέχει οριζόντια στο σύνολο του πολιτικού φάσματος. Για όσους σπεύσουν υπερηφάνως να εντάξουν εαυτούς στην πρώτη αγωνιστική κατηγορία, οφείλω να παρακαλέσω για λίγη υπομονή. Γιατί στην εν προκειμένω ανάλυση και οι τρείς τρόποι αντιμετώπισης λειτουργούν έξω από την περιοχή της συνειδητότητας – δηλαδή ασυνείδητα- και αυτό είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα του λαϊκού κινήματος.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ – ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ!
Όταν οι πολίτες παραδίδονται στα Μνημόνια, υποκύπτουν σ’ αυτά. Δεν προσπαθούν να τα αποφύγουν ή να τα αντιπαλέψουν. Αποδέχονται την ισχύ τους. Προφανώς νιώθουν τον συναισθηματικό –και όχι μόνο- πόνο της υποταγής και λειτουργούν με τρόπους που να επιβεβαιώνουν την ανάγκη των Μνημονίων. Πρόκειται για μια εξάρτηση από τον πόνο. Χωρίς να συνειδητοποιούν τι κάνουν, επαναλαμβάνουν μοτίβα που καθοδηγούνται από τα Μνημόνια και συνεχίζουν να ζουν ξανά και ξανά τα βιώματα εκείνα τα οποία «νομιμοποίησαν», κατά κάποιο τρόπο, μέσα τους τα Μνημόνια. Σχετίζονται με τους άλλους, αλλά και με το κυρίαρχο σύστημα, με τρόπους παθητικούς και πειθήνιους που διαιωνίζουν το Μνημονιακό Σχήμα. Είναι σαν ένα παιδί που διαρκώς αναζητά –ασυνείδητα- έναν τιμωρητικό γονιό ή μια συναισθηματική στέρηση για να επιβεβαιώσει το «σενάριο» της υποταγής του. Οι άνθρωποι αυτοί «αναζητούν» διακαώς, μέσα στην ελληνική κοινωνία, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα επιβεβαιώνουν την τιμωρητική και στερητική Μνημονιακή πραγματικότητα. Και, προφανώς, δεν είναι δύσκολο να τα βρουν… δεν περάσαμε Διαφωτι(ζ)μό, αφού! Και γίνονται, μερικές φορές, «μερκελικότεροι» της κυρίας Μέρκελ. Η τιμωρητική –μνημονιακή- μητέρα έχει εσωτερικευθεί για τα καλά. Η φωνή της είναι εξόχως ισχυρή.
ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ!
Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να τακτοποιήσουν τη ζωή τους με τέτοιο τρόπο ώστε τα Μνημόνια να μην «ενεργοποιούνται» στην περίπτωση τους. Προσπαθούν να ζουν χωρίς να σκέφτονται, σαν να μην υπάρχει το Μνημόνιο. Αποφεύγουν ακόμη και να σκέφτονται για τα Μνημόνια και αυτό δεν είναι μια απλή, συνήθης, απολίτικη στάση. Μπλοκάρουν σκέψεις και εικόνες που θα μπορούσαν να αφυπνίσουν το Μνημονιακό τραύμα και άρα μπορούν να βλέπουν survivor ή να ενθουσιάζονται με τα μικρά χαζοχαρούμενα ή χαριτωμένα «αντικείμενα» της ζωής τους. Όταν εμφανίζονται σκέψεις σχετικές με τις συνέπειες των Μνημονίων, αποσπούν οι ίδιοι την προσοχή τους ή τις βγάζουν από το μυαλό τους. Όταν έρχονται στην επιφάνεια συναισθήματα σχετικά, αντανακλαστικά, τα σπρώχνουν πάλι πίσω. Μπορεί ακόμη να πίνουν υπερβολικά, να κάνουν χρήση ουσιών, να κάνουν σεξ με τυχαίους συντρόφους, να καθαρίζουν το σπίτι ή το γραφείο τους καταναγκαστικά, να αναζητούν διέγερση παντού ή να γίνονται εργασιομανείς. Συνήθως, ακόμη, αποφεύγουν να εκφράζουν τα συναισθήματα τους, χάριν, παραδείγματος χάριν, μιας ευρωπαϊκής «λογικότητας» ενάντια στην «συναισθηματικούρα» της ανατολής. Άλλοι, πάλι, μπορεί να συζητούν μόνο επιφανειακά θέματα, ανυποψίαστοι εντελώς για αυτό που θα έλεγε κανείς «η τυραννία του χαριτωμένου».
ΥΠΕΡΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ – ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝάΣΤΑ!
Οι άνθρωποι της «κατηγορίας» αυτής υπεραναπληρώνουν, «αγωνίζονται» και πολεμούν ενάντια στα Μνημόνια. Νιώθουν, συμπεριφέρονται και σχετίζονται με τους άλλους σαν να ήταν «αληθινή λύση» απλά το αντίθετο των Μνημονίων, δηλαδή, η προ-μνημονιακή κοινωνική πραγματικότητα ή εν πάση περιπτώσει, απλώς και μόνον, η κατάργηση των Μνημονίων. Προσπαθούν να είναι όσο το δυνατόν πιο διαφορετικοί απ’ ότι ήταν πριν τα Μνημόνια. Αν ένοιωθαν άχρηστοι πριν τα Μνημόνια, προσπαθούν τώρα να είναι τέλειοι. Αν ήταν υποταγμένοι πριν, προσπαθούν τώρα να αψηφούν τα πάντα και τους πάντες. Αν πριν ήταν υπό έλεγχο, τώρα θέλουν να ελέγχουν τους άλλους. Αν τους κακοποιούσαν, βρίσκουν τώρα την «μνημονιακή» ευκαιρία να κακοποιούν άλλους. Με μια κουβέντα, όταν αντιμετωπίζουν την Μνημονιακή πραγματικότητα, αντεπιτίθενται. Μπορεί επιφανειακά να φαίνεται ότι διαθέτουν ισχυρή αυτοπεποίθηση και σιγουριά, αλλά μέσα τους νιώθουν την μνημονιακή πίεση που απειλεί να εκραγεί. Γι’ αυτό και η συμπεριφορά τους είναι συνήθως υπερβολική,  μάλλον χωρίς ενσυναισθητική βάση και σίγουρα μη αποτελεσματική.
Υπεραναπληρώνοντας την Μνημονιακή πραγματικότητα, οι πολίτες αυτοί καταλήγουν να γίνονται υπερβολικά ελεγκτικοί και εξουσιαστικοί. Ιδιαίτερα όσοι βίωναν την ψυχολογική τους υποταγή πριν τα Μνημόνια, καθώς υπεραναπληρώνουν γίνονται τώρα σχεδόν εξουσιομανείς, μη επιτρέποντας σε άλλους την ανάληψη πρωτοβουλιών ή της αρχηγίας και οδηγώντας διάφορες αντιμνημονιακές συλλογικότητες στην περιχαράκωση και στη διάλυση. Κατ’ αναλογία, αν βιώναν συναισθηματική στέρηση, υπερβάλλουν τώρα απαιτώντας στήριξη στα όρια ενός ναρκισσιστικού αυτονόητου δικαιώματος. Ο χώρος της ευρύτερης αριστεράς, νομίζω, έχει υπερεπάρκεια αυτού του «δείγματος». Αν και μπορεί να συναντήσει κανείς εδώ και ποταμίσιους ή νεοφιλελεύθερους και άλλους οργανικούς διανοούμενους που αρέσκονται να επικρίνουν για να ανακουφίσουν την μειονεξία τους.
Η αλήθεια είναι ότι η υπεραναπλήρωση του Μνημονιακού τραύματος προσφέρει κάτι σαν εναλλακτική λύση σ’ αυτό. Αλλά, πρόκειται απλά για μια ψυχολογική απόδραση από το βαθύ αίσθημα του αβοήθητου και του ευάλωτου που προκαλούν τα Μνημόνια.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ό,τι είναι πολύ πιθανό το ίδιο άτομο, με βάση τα εκάστοτε ερεθίσματα, να μετακινείται από τον έναν τύπο αντίδρασης στον άλλο. Μπορεί δηλαδή κάποιος να κινείται από τη θέση «αποφυγής» της μνημονιακής πραγματικότητας και τον καναπέ του survivor και να οδηγείται στη θέση της «υποταγής», αν για παράδειγμα βρεθεί η «κατάλληλη δημόσια-ΦΕΚόσιτη καρέκλα και στη συνέχεια να επαναστατεί αν για παράδειγμα βιώσει έντονα την μνημονιακή υποταγή.
Ουσιαστικά αυτές οι τρεις θέσεις-τύποι εναλλάσσονται μέσα στην Ελληνική κοινωνία σαν ένα ιδιότυπο γαϊτανάκι ρόλων, σαν ένα σπιράλ, και μπορούν, σ’ ένα ποσοστό, να ερμηνεύσουν και τάσεις του ευρύτερου συλλογικού. Η μετακίνηση, για παράδειγμα, ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας από το μεγαλειώδες ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, στην ψήφιση εν συνεχεία εκείνου ο οποίος το αντέστρεψε σε ΝΑΙ, είναι μάλλον τυπικό δείγμα αυτής της ψυχολογικής μετακίνησης από τη θέση της υπεραναπλήρωσης στη θέση της υποταγής.
Προφανώς, υπάρχει και μια τέταρτη κατηγορία ανθρώπων που αν και αντιλαμβάνονται τα Μνημόνια ως απειλή βασικών υπαρξιακών τους αναγκών, δεν οδηγούνται σε σύγχυση των αναγκών τους και μπορούν με ψύχραιμο και συστηματικό τρόπο ούτε να παραδίνονται, ούτε να αποφεύγουν, αλλά και ούτε να υπεραναπληρώνουν το Μνημονιακό τραύμα. Αντίθετα μένουν εκεί, συνειδητοποιούν τι έχει συμβεί και επιμένουν να οραματίζονται και να αγωνίζονται συλλογικά για μια Ελλάδα όχι μόνο χωρίς Μνημόνια, αλλά και στην οποία θα μπορεί κανείς να ζει. Είναι οι πολίτες που δεν εγκλωβίστηκαν στο μονοδιάστατο Μνημονιακό Φίλτρο «ανάλυσης» της ελληνικής πραγματικότητας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου