Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

Ο Παπαδιαμάντης και το σχολείο μας (β΄ μέρος)

ardin-rixi


Του Λάκη Προγκίδη* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 9
Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό, κατευθυνόμενος προς τα ράφια της βιβλιοθήκης σε αναζήτηση της βελανιδιάς του Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν ότι τούτη η παρόρμηση από τη μεριά μου οφειλόταν στην ανάμνηση του πάλαι ποτέ υπαίθριου ακούσματός του. Αχ, έλεγα μέσα μου ψάχνοντας τη σελίδα, εκείνο ήταν το πιο καλό σχολείο για τον Παπαδιαμάντη. Έτσι θα έπρεπε να τον διδάσκονται τα παιδιά μας, κάτω από τις ελιές. Τότε θα εξαφανίζονταν αυτομάτως όλες οι ανησυχίες μας σχετικά με τη διδασκαλία του. Κι ενώ αναθυμόμουν με νοσταλγία το περιστασιακό σχολείο που είχα την τύχη να γνωρίσω χάρη στην καλοκαιρινή κατασκήνωση του 1961, κι ενώ το συνέκρινα με τα σημερινά εκπαιδευτήρια του αυριανού καταναλωτή, τα οποία από αδράνεια και μόνο συνεχίζουμε να ονομάζουμε σχολεία, ξαναδιαβάζοντας για πολλοστή φορά το διήγημα, τί ανακαλύπτω; Ανακαλύπτω αυτό που δεν είχα δει ποτέ στο παρελθόν: Και η «βασιλική δρυς» αφορά καθαρά το σχολείο!

Και όχι ένα σχολείο, τρία! Το πρώτο κάνει την εμφάνισή του ενόσω το εντεκάχρονο αγόρι βρίσκεται μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Αφού, όπως είδαμε, έφτασε γδαρμένο και ματωμένο πλάι στην ερωμένη του, αφού κυλίστηκε εκστατικά στο χαλί με τις παπαρούνες, το πήρε ο ύπνος και είδε, λέει, το αγαπημένο του δέντρο να μεταμορφώνεται σε κόρη. Αλλά, μισοξυπνώντας, μια άλλη εικόνα ήρθε να κολλήσει πλάι σ’ εκείνη του ονείρου. Η εικόνα του δασκάλου του της «Ιεράς Ιστορίας». Θυμήθηκε τα λόγια για τον τυφλό τον οποίο θεράπευσε ο Χριστός. Θυμήθηκε που τους έλεγε ότι ο τυφλός, πριν βρει τελείως την όρασή του, είδε τους ανθρώπους σαν δέντρα. Το σχολείο παίζει λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση ρόλο θεμελιακό. Σε τούτη την κρίσιμη στιγμή, όπου η οργιώδης φαντασία του παραζαλισμένου μικρού εραστή ετοιμάζεται να μεταπλάσει τον κόσμο σύμφωνα με τη χίμαιρά του, η αυτόματη ανάδυση στη σκέψη του των λόγων του δασκάλου τον επαναφέρει στην πεζή πραγματικότητα. Ο πρώτος σχολικός κύκλος κλείνει λοιπόν με την προσγείωση. Ας σημειώσουμε βέβαια ότι, λίγο πριν κλείσει, το δέντρο-κόρη εκλιπαρεί το παιδί να μην το κόψουν οι άνθρωποι, για να μην προκαλέσει άθελά του κακό.

Το δεύτερο σχολείο έρχεται αργότερα, με την εφηβεία. Αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το πρώτο ως τον τόπο της υποχρεωτικής μάθησης, το δεύτερο είναι ο τόπος της ελεύθερης συσσώρευσης γνώσεων σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα του μαθητή. Διάβασε λοιπόν ο μαθητής μας και έμαθε ότι οι Αμαδρυάδες είναι νύμφες που ζουν μέσα στα δέντρα και πως πεθαίνουν μαζί τους. Το πρώτο σχολείο, σκέφτομαι, ηχεί στον παιδικό νου σαν μια βοή που έρχεται από πολύ μακριά, σαν μια γνώση άρρηκτα συνυφασμένη με την ίδια του την ύπαρξη ως ανθρώπινο ον. Το δεύτερο καλύπτει την ηλικία των αποριών και των ατομικών αναζητήσεων. Ο ρόλος αυτού του δεύτερου σχολείου δεν είναι να κάνει να εγγραφούν οι γνώσεις στη μνήμη του μαθητή κατά τρόπο ανεξίτηλο. Ο ρόλος του είναι ν’ αφυπνίσει μέσα του το αίσθημα της περιέργειας και της κρίσης.


Η μάθηση όμως δεν σταματάει εδώ. Το δεύτερο σχολείο ακολουθείται από το τρίτο. Πρώτα ήταν ο δάσκαλος της Ιεράς Ιστορίας. Μετά ήρθε το προσωπικό διάβασμα. Τέλος, στην ώριμη πια ηλικία, ο αφηγητής «γνωρίζει», στο πρόσωπο της γριάς με τις προβατίνες, τη λαϊκή παράδοση. Ο Βαργένης, λέει, «δεν είδε χαΐρι», γιατί είχε βαλθεί να κόβει «όλο θεόρατα δέντρα» και, τελευταία, έκοψε ακόμα κι αυτή τη μεγαλόπρεπη βελανιδιά. Ξέρει η γριά γράμματα; Δεν ξέρει; Τι να τα κάνει όμως τα βιβλία και τα σχολεία; Τα πέντε λόγια της αρκούν για να φανεί ότι ολόκληρο το είναι της είναι διαποτισμένο από τη σοφία και το ήθος του πολιτισμού που ανήγαγε το μέτρο όχι μόνο σε εξισορροπητική αρχή του κόσμου αλλά και σε κριτήριο ψυχικής και σωματικής υγείας. Το έλεγε ο Ηράκλειτος: Αν ο ήλιος ζέσταινε πάνω από το μέτρο, θα τιμωρούταν. Η καημένη η γριούλα δεν θα είχε ακούσει το όνομά του ούτε μία φορά στη ζωή της. Κι όμως, τον ήξερε τον Ηράκλειτό της απέξω κι ανακατωτά. Ο Βαργένης τον αγνοούσε.

Μα, θα απορήσετε, τί έγραψε ο Παπαδιαμάντης: διήγημα, ή διατριβή για τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης; Ο Ελύτης, στο βιβλίο του Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη, ανθολογώντας το διήγημα, το σταματάει στο σημείο όπου ο αφηγητής αρχίζει να ονειρεύεται ότι όλα τα δέντρα είναι γυναίκες. Όμως, στο πρωτότυπο, αμέσως μετά από κει όπου κόβει το παράθεμα ο Ελύτης, έρχεται να καρφωθεί σαν σφήνα η ανάμνηση της σχολικής γνώσης. Αν πάρουμε υπόψη μας το σύνολο, είναι ολοφάνερη η απότομη αλλαγή του σκηνικού. Από την ερωτική ατμόσφαιρα μεταπηδούμε απροειδοποίητα, απροετοίμαστα, στο μάθημα της Ιεράς Ιστορίας, και από κει και πέρα περνούμε σε συμβάντα και σχόλια τελείως ξένα προς την ονειρεμένη παιδική περιπέτεια. Μήπως έκανε καλά ο Ελύτης που αποσιώπησε αυτό το ανακόλουθο κλείσιμο;

Για δεκαετίες έκανα κι εγώ το λάθος να χωρίζω μορφικά το διήγημα σε δύο ενότητες: στη λυρική, τη μεγάλη, την ενότητα από την οποία ανθολογεί ο Ελύτης, και στην αντιλυρική, τη μικρή ενότητα του τέλους. Στην πρώτη, ο αφηγητής είναι μόνος με τις αναμνήσεις του. Θυμάται και περιγράφει. Καμιά άλλη φωνή δεν φτάνει στ’ αυτιά μας εκτός από τη δική του. Πρόκειται για μια λογοτεχνική κατασκευή μέσα στην οποία κλείνεται παντελώς το υποκείμενο που τη χτίζει. Ο αφηγητής, οι αναμνήσεις του, η ανυπέρβλητα υποβλητική δύναμη των εικόνων του, ο διάχυτος ερωτισμός, ο φαντασιακός οργασμός, όλα αυτά τα στοιχεία δεμένα μεταξύ τους, όλα αλληλο-υποβασταζόμενα, όλα αλληλο-ελκόμενα, συνιστούν μία και μοναδική ψυχική ενότητα, η οποία τρέφεται από τον εαυτό της και μόνο. Στη δεύτερη ενότητα, την αντιλυρική, η ναρκισσιστική ατομικότητα διαρρηγνύεται, και από το εσωτερικό της ξεπηδούν άλλες φωνές. Ειδικότερα, η φωνή του δασκάλου, η φωνή της ίδιας της βελανιδιάς, η φωνή της ελεύθερης μάθησης και η φωνή της γριάς. Σκεφτόμουν πάντα, και κατά κύριο λόγο από αντίδραση προς την έκδηλη τάση της λυρικοποίησης του παπαδιαμαντικού έργου, ότι, αν το αντιλυρικό τέλος της «βασιλικής δρυός» περνούσε στην αφάνεια, θα ήταν σαν να λογοκρίναμε τον καλλιτέχνη, σαν να μην τον αφήναμε να ξεδιπλώσει τη δική του τέχνη, σαν να μη θέλαμε να δεχτούμε να δούμε άλλο τίποτα πέρα απ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και ν’ απολαμβάνουμε. Επειδή όμως έχουμε την πιο χιλιοτραγουδισμένη φύση, επειδή ως λαός έχουμε προσωποποιήσει τα στοιχεία της όσο κανένας άλλος λαός, επειδή η φαντασία μας έχει ζυμωθεί με το κάλλος της, δεν είναι λόγος για να μη δούμε ότι είμαστε ήδη έτοιμοι, σύμφωνα με το τέλος του διηγήματος, να την ξεπατώσουμε την ωραία φύση μας υποθηκεύοντας τη ζωή μας – επικυρώνοντας, έτσι, τα προφητικότατα λόγια της γριάς.

Έτσι σκεφτόμουν εδώ και πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, όταν άρχισα να μελετώ πιο συστηματικά το έργο του Παπαδιαμάντη. Προσπαθώντας να καταδείξω τη μυθιστορηματική λογική αυτού του έργου σε πείσμα της λυρικής, που ήταν, είναι και θα είναι για πολύ ακόμα η μόνη αποδεκτή λογική για το πιο ευρύ κομμάτι της λογοτεχνικής μας κριτικής, οδηγήθηκα στο κόψιμο της «Βασιλικής δρυός» στα δύο, στην παραδοχή ότι έχουμε να κάνουμε με μια σύνθεση δίπτυχη. Διότι έτσι, μ’ αυτό το τέχνασμα, είχα τη δυνατότητα ν’ αντιπαραθέτω στη μονολιθική μαγικο-λυρική ερμηνεία του έργου την ειρωνικότατη και διφορούμενη κατάληξή του. Πράγμα που ενίσχυε, δεδομένου ότι χωρίς ειρωνεία και αμφιβολία δεν νοείται μυθιστόρημα, την ένταξη του Παπαδιαμάντη στον χώρο της μόνης τέχνης που υπηρέτησε και πλούτισε με το έργο του.

Έπρεπε όμως να πυκνώσουν μέσα στο μυαλό μου τα αινίγματα που αφορούν στη διδασκαλία και τη μετάδοση του Παπαδιαμάντη από γενιά σε γενιά˙ έπρεπε ν’ αρχίσω τώρα τελευταία να συνδιαλέγομαι νοερά με τους κριτικούς που φοβούνται μη τυχόν και το σημερινό σχολείο αδυνατεί, λόγω της ιδιάζουσας φύσης του έργου του, να τον αγκαλιάσει˙ έπρεπε, τέλος, να προσφύγω γι’ άλλη μια φορά στον δάσκαλο, για ν’ αντιληφθώ ότι είχα πάρει λάθος δρόμο. Γιατί; Διότι το μυθιστορηματικό υφάδι του διηγήματος δηλώνεται ευθύς εξ αρχής, με τις πρώτες φράσεις, και παραμένει σε ισχύ μέχρι την τελευταία λέξη. Δεν χρειάζεται λοιπόν να περιμένουμε το τέλος για να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μιαν ιδιότυπη υπαρξιακή εμπειρία διάχυτη στο σύνολο του έργου. Αρκεί να ξεφύγουμε από τη γραμμική ανάγνωση, που μας πάει από τη μαγική παιδική ανάμνηση στην πεζότατη απογοήτευση της ώριμης ηλικίας.

Για ποια υπαρξιακή εμπειρία μιλάω; Γι’ αυτήν που ανέφερα ήδη: για την αρμονική συνύπαρξη εντός μιας παιδικής ψυχής ακατανόητων, ακόμα και ακατονόμαστων, ατομικών επιθυμιών και ηθικοπλαστικών διδασκαλιών. Είναι δυνατόν; Είναι. Χάος η ψυχή του ανθρώπου, θ’ απαντήσει ο κοινός νους. Σίγουρα. Όμως εδώ, στον ίσκιο της βελανιδιάς, δεν έχουμε να κάνουμε με μια χαώδη ψυχή αλλά μ’ έναν ψυχικό κόσμο όπου παντρεύονται χωρίς σύγκρουση και χωρίς υποκρισία οι πιο ασυμβίβαστες, οι πιο ετερόκλητες, οι πιο αντιφατικές, φαινομενικά, καταστάσεις. Πώς να εξηγήσουμε, ή, καλύτερα, πώς να δεχτούμε αυτό το γεγονός;
* * *
Εδώ και έναν περίπου αιώνα εμφανίστηκε στη Δύση μια θεωρία για τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του που συνεπήρε τις καρδιές όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από πολιτισμικές ιδιομορφίες και επί μέρους ιστορικές πραγματικότητες. «Εμφανίστηκε» δεν σημαίνει ότι έπεσε από τον ουρανό, ότι η έλευσή της δεν είχε προετοιμαστεί, ότι χίλιοι-δυο παράγοντες δεν δούλεψαν για την εκκόλαψή της. Δούλεψαν και παραδούλεψαν μάλιστα. Το όνομά της; Ψυχανάλυση. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να συζητήσουμε την ιστορική πλευρά του θέματος. Σημειώνω μόνο ότι ο κάθε ανθρωπολογικός τύπος φτιάχνει και βιώνει την ψυχή που του ταιριάζει. Ο δυτικός άνθρωπος πήρε εδώ και πέντε αιώνες –χρονολογώ από καταβολής Νέων Χρόνων– τον δρόμο της ανάλυσης και, τελείως λογικά, κατέληξε μια μέρα και στην ανάλυση της ψυχής.

«Ψυχής πείρατα», έλεγε ο Ηράκλειτος, «ουκ αν εξεύροιο πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει». Θεωρούσε δηλαδή την ψυχή ως κάτι το απύθμενο και το απεριόριστο. Με την ψυχαναλυτική θεωρία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Η ατομική ψυχή έχει πυθμένα, έχει κάτω όριο, έχει χρόνο έναρξης, έχει το καταδικό της σημείο εκκίνησης. Από τη σύλληψη του εμβρύου και μετά, έρχεται κάποια στιγμή όπου η νέα τούτη βιολογική καθαρά μονάδα εκδηλώνεται ως ένα σύνολο ατομικών επιθυμιών προς ικανοποίηση. Αυτή ακριβώς η στιγμή είναι το σημείο μηδέν της ψυχής. Ό,τι χτίζεται εκ των υστέρων, ό,τι βιώνεται είτε ως τραύμα είτε ως μετουσίωση, ό,τι παράγεται από το άτομο και εξωτερικεύεται είναι ανεξίτηλα σημαδεμένο από την πρώτη-πρώτη παραδείσια κατάσταση της ατομικής ψυχής.

Εδώ λοιπόν κι έναν περίπου αιώνα ζούμε υπό τον αστερισμό της ψυχανάλυσης. Κατά συνέπεια, τόσο η καλλιτεχνική δημιουργία όσο και η απόλαυση του έργου τέχνης δικαιώνουν την ύπαρξή τους στη βάση της ψυχής που συνεπάγεται η ψυχανάλυση. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να καταβάλουμε ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβουμε γιατί στο βασίλειο της ανάλυσης ευνοούνται αισθητικά το αυτοβιογραφικό στοιχείο και η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας. Στον ορίζοντα της ψυχαναλυτικής εξατομίκευσης αυτοί είναι οι μόνοι ενδιαφέροντες υπαρξιακοί χώροι προς αισθητικό πειραματισμό, οι μόνοι χώροι που συγκινούν τον θεατή, τον ακροατή, τον αναγνώστη. Κατά πάσα πιθανότητα, το έργο τέχνης δεν φτιάχνεται για να ικανοποιήσει αυτή τη ναρκισσιστική προοπτική. Δυστυχώς, όμως, το πέπλο της ψυχανάλυσης με το οποίο έχουν επικαλυφτεί οι σύγχρονες κοινωνίες καθιστά αόρατο ό,τι εξέχει, ό,τι δεν χωράει στη φραγμένη από τα κάτω ψυχή μας. Και ας μην πάμε μακριά: Το ίδιο δεν γίνεται και με την ανάγνωση του παπαδιαμαντικού έργου; Ποια άλλα στοιχεία αυτού του έργου, εκτός από αυτά της αυτοβιογραφίας και της νοσταλγίας, έχουν μελετηθεί και έχουν αγαπηθεί μέχρι σήμερα;

Η ερώτησή μου δεν είναι φιλολογική. Θέλει να πει ότι το ίδιο το έργο του Παπαδιαμάντη αρνείται πεισματικά, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, να προσαρμοστεί στις κυρίαρχες αισθητικές μας προδιαγραφές. Και για να περιοριστώ στη βελανιδιά μας, ποια είναι η φύση της ψυχής του μικρού μας ήρωα; Με ποια μοιάζει περισσότερο: με την ηρακλείτεια, τη χαώδη και απεριόριστη, ή με την ψυχαναλυτική, που στερείται μεταφυσικού βάθους; Ούτε με τη μία ούτε με την άλλη. Πρόκειται για μια τελείως ιδιαίτερη περίπτωση. Πρόκειται για μια ψυχή διαφορετική, ξένη και προς το αρχαιοελληνικό κοσμικό πρότυπο, και προς το ατομικο-ωφελιμιστικό πρότυπο της νεώτερης Δύσης. Για τους λόγους που θα εκθέσω ευθύς αμέσως, ονομάζω την ψυχή γύρω από την οποία συγκροτείται η «Βασιλική δρυς» –αλλά και το σύνολο του παπαδιαμαντικού λογοτεχνικού έργου– καλλιεργημένη.

Τούτη δω η ψυχή είναι απέραντη αλλά όχι χωρίς σύνορα, όπως η ψυχή της ηρακλείτειας φιλοσοφίας. Είναι επίσης περίκλειστη, αλλά όχι παγιδευμένη στη βιολογική αναγκαιότητα, όπως είναι η ψυχή της φροϋδικής θεωρίας. Είναι ταυτόχρονα κλειστή και ανοιχτή. Γίνεται; Απ’ ό,τι φαίνεται, χάρη στη «Βασιλική δρυ», ναι. Γίνεται, γιατί το σύνορο της καλλιεργημένης ψυχής δεν είναι ένας φραγμός επιβεβλημένος από τα έξω, δεν είναι ένας καταναγκασμός, αλλά η παιδεία. Η τρικέφαλη, τρίκεντρη, τρισυπόστατη παιδεία της «Βασιλικής δρυός». Μπορεί ο αφηγητής ν’ ανακάλυψε εκ των υστέρων τα τρία σχολεία πάνω στα οποία χτίζεται και τα οποία χτίζει διαρκώς η καλλιεργημένη ψυχή. Τα επαναλαμβάνω: Το σταθερό και αμετακίνητο σχολείο της Ιεράς Ιστορίας, το ελεύθερο σχολείο της ατομικής γνώσης και το χιλιοδοκιμασμένο σχολείο της παράδοσης. Σ’ αυτό το τριπλό παιδαγωγικό καλούπι, που ισχύει για όλη την κοινωνία του, ήρθε να γεννηθεί και ο μικρός εραστής της πανέμορφης βελανιδιάς.

Γεννιόμαστε σαν ψυχικές εκδοχές, σαν ψυχικές ιστορικότητες. Ερχόμαστε στον κόσμο εντός μιας ψυχής ναι μεν νοηματοδοτημένης πριν από την εκάστοτε ατομική βιολογική γέννηση αλλά ανοιχτής στο ιστορικό γίγνεσθαι. Μ’ αυτή την έννοια, η καλλιεργημένη ψυχή διαφέρει ριζικά απ’ όλα τα ψυχικά μοντέλα που βίωσαν οι μη ιστορικοποιημένοι προχριστιανικοί πολιτισμοί. Η καλλιεργημένη ψυχή είναι πέρα για πέρα ιστορική. Πράγμα που δεν την εμποδίζει να είναι στους αντίποδες της ψυχαναλυτικής. Το αντίθετο μάλιστα. Γιατί η καλλιεργημένη ψυχή δεν συλλαμβάνεται ως ένας επιθυμητικός ατομικός πυρήνας που εξελίσσεται σε διαρκή πόλεμο με τους χίλιους-δυο καταναγκασμούς –βιολογικούς, πολιτιστικούς και ηθικούς– που τον περιβάλλουν.

Η καλλιεργημένη ψυχή είναι ένας μικρόκοσμος, μια συμπυκνωμένη ανθρώπινη κοινωνία, μια εκκλησία, ήδη τη στιγμή της γέννησής της. Για την καλλιεργημένη ψυχή δεν ισχύει το ψυχαναλυτικό σχήμα ατομική επιθυμία → κοινωνική απαγόρευση → ατομική απάντηση και πάει λέγοντας. Εδώ, στον χώρο της καλλιεργημένης ψυχής, ισχύει το σχήμα επιθυμία + παιδεία. Γι’ αυτό ακριβώς η πιο τρελή, η πιο εξωπραγματική, η πιο αφύσικη ερωτική φαντασίωση συνυπάρχει ταυτόχρονα με την παρουσία του βασιλιά Δαυΐδ και με το θαύμα του Χριστού. Μπορεί το λογικό και η τρέχουσα ηθική ν’ αρνούνται αυτή τη συγκατοίκηση. Η καλλιεργημένη ψυχή την αγκαλιάζει χωρίς να δυσανασχετεί. Την αγκαλιάζει, μάλιστα, θα έλεγα, βουτηγμένη η ίδια σ’ ένα κάποιο αμήχανο χαμόγελο. Όπως κι αν έχει, στο διήγημα δεν υπάρχει ίχνος τραύματος ή υποκειμενικού δράματος, ή σχιζοφρένειας, ή αισθήματος ενοχής. Σ’ αυτή την ψυχή-εκκλησία, η τάξη, η αρμονία, η φιλόξενη διάθεση και η αυτοϋπέρβαση δεν διασφαλίζονται από το απαγορεύειν και το προτρέπειν αλλά από το κοινωνείν. Από το κοινωνείν των πιο ανόμοιων, των πιο αντιφατικών και των πιο ασυνήθιστων καταστάσεων και πραγμάτων.

Το σχολείο του κοινωνείν είναι ένα. Αν το χώρισα σε τρία μερικότερα, το έκανα μόνο και μόνο για πρακτικούς καθαρά λόγους. Για να δούμε κομμάτι-κομμάτι πώς συνυφαίνεται μαζί του το διήγημα. Ειδάλλως, τα τρία σχολεία συλλειτουργούν, αλληλοχωνεύονται το ένα μέσα στο άλλο. Διδασκαλία της Αγίας Γραφής, προσωπική ελευθερία και παράδοση είναι στην ουσία τρεις όψεις της ίδιας ψυχαγωγίας, της ίδιας ψυχογνωσίας, της ίδιας ψυχοκοσμογονίας. Τρανό παράδειγμα αυτής της ενότητας των τριών σχολείων είναι η συλλειτουργία τους κατά την κρίσιμη στιγμή της τροπής, της εκτροπής από την πορεία της, της ονειρώδους φαντασίωσης του παιδιού. Όντας η ψυχή γεννημένη μέσα στο σχολείο του κοινωνείν, όντας ήδη καλλιεργημένη πριν δει το φως της ημέρας, αντιλαλούν μέσα της, ταυτόχρονα με τις σειρήνες του ναρκισσισμού, οι σάλπιγγες της κοινής πίστης, της ατομικής περιέργειας και της λαϊκής σοφίας. Ξαφνικά λοιπόν –ξαφνικά για τη λογική του κειμένου, αλλά για τη λογική της καλλιεργημένης ψυχής καθόλου ξαφνικά–, έρχεται ν’ ακουστεί η φωνή της βελανιδιάς. Έρχεται να πει το δικό της καημό, τη δική της ανησυχία για την τύχη της. Φοβάται για τη ζωή της. Και τούτο το συναίσθημα δεν έχει καμιά σχέση με το πάθος του εραστή της. Μιλούν τα δέντρα; Και βέβαια. Στα βάθη της καλλιεργημένης ψυχής, όλα τα πλάσματα του Θεού μιλούν. Καθένα με την ιδιαίτερη φωνή του και όλα μαζί. Και η ατομική ψυχή τρέπεται. Χωρίς θόρυβο, χωρίς αγωνία, χωρίς αθεράπευτα υπολείμματα. Και το σημαντικότερο: χωρίς φόβο και χωρίς ντροπή για την πιο γλυκειά, την πιο θαυμαστή και ιδιότροπη ίσως ερωτική της περιπέτεια.

Το σχολείο του κοινωνείν δεν είναι μηχανισμός αναπαραγωγής της κοινωνίας που έχουμε σήμερα, το σχολείο το οποίο περιέγραψε τόσο εύστοχα και τόσο πειστικά ο Αντώνης Σμυρναίος. Είναι η ίδια η κοινωνία ως δημιουργία. Η κοινωνία ως ανανεούμενο ανθρώπινο σύνολο το οποίο, χωρίς να διαρρήξει τη συνοχή του, προικίζει τα μέλη του με την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας. Γιατί η ανθρώπινη ελευθερία εκλύεται μόνον εκεί όπου η αχαλίνωτη ατομική φαντασίωση και η παιδεία είναι αξεδιάλυτα ενωμένες, εκεί που η ψυχή γεννάει και αναγεννάει τούτη την ενότητα χωρίς σταματημό.

Το σχολείο του κοινωνείν είναι κοινωνία εν λειτουργία. Όταν δεν υπάρχει, η κοινωνία απονεκρώνεται. Παραμένει βουβή. Γιατί είναι ανήμπορη να εκτρέψει τα άτομα που τη συνθέτουν από τις ναρκισσιστικές επιθυμίες τους και τα καταστροφικά ιδιωτικά συμφέροντά τους. Καταστροφικά τόσο γι’ αυτά τα ίδια όσο και για τα υπόλοιπα άτομα.
Ο Λάκης Προγκίδης είναι συγγραφέας, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού L’Atelier du Roman.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου