Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Πως ορίζεται το ελληνικό έθνος;

Νέα Πολιτική


του Χαρίτου Αναστασίου*
Προ εβδομάδων ο διεθνούς φήμης καλαθοσφαιριστής Γιάννης Αντετοκούμπο, Έλληνας πολίτης νιγηριανής καταγωγής και μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ, συγκίνησε μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, αρνούμενος να υπογράψει πάνω στην εθνική σημαία. Προ λίγων ημερών πάλι μια παρέα οκτώ στρατεύσιμων οπλιτών επίσης Έλληνες πολίτες αλλά αυτή τη φορά αλβανικής καταγωγής φωτογραφήθηκαν παρέα σχηματίζοντας τον αλβανικό αετό, σαν σύμβολο της Μεγάλης Αλβανίας και του αλβανικού εθνικισμού. Οι ίδιοι υπέστησαν τον μύδρο αρκετών Ελλήνων, τιμωρήθηκαν από τη στρατιωτική διοίκηση και αρκετές συζητήσεις έγιναν για το τι σημαίνει τελικά αφομοίωση καθώς και το ποιος μπορεί να καλείται Έλληνας ή μέλος του ελληνικού έθνους
Πως ορίζεται όμως ένα έθνος; Το 1882 ο Γάλλος ιστορικός Ernest Renan συνέγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο Qu’est-ce qu’une nation? (Τι είναι ένα έθνος;) σε μια Γαλλία η οποία ταπεινωμένη από την ήττα από τους Γερμανούς αναζητούσε τη ταυτότητά της. Το ίδιο το γαλλικό έθνος είναι αποτέλεσμα ανάμειξης πληθώρας λαών, οι Κέλτες της Γαλατίας αναμίχθηκαν έντονα με τους Ρωμαίους και εκλατινίστηκαν, πληθώρα γερμανικών φύλων εισέβαλλαν έπειτα στη περιοχή, Αλανοί, Βη-σιγότθοι, Σουηβοί και κυρίως οι Φράγκοι που έδωσαν το όνομά τους στη χώρα. Με την κατάρρευση της μοναρχίας η ιδέα του έθνους ήλθε να αντικαταστήσει αυτή του μονάρχη ως ενοποιητικού θεσμού. Η γαλλική γλώσσα επιβλήθηκε σαν η μόνη επίσημη σε μια Γαλλία στην οποία και μόλις το 25% την είχε ως μητρική, Οξιτανοί, Βρετόννοι, Βάσκοι, Νορμανδοί, Προβηγκιανοί, Καταλανοί, Αλσατοί, Κορσικανοί, όλοι θεωρήθηκαν Γάλλοι με μόνο κριτήριο τη γνώση της γλώσσας και τη νομική ιθαγένεια. Ο Renan περιέγραψε την ιδέα του έθνους ως ένα «καθημερινό δημοψήφισμα»: δεν έχει σημασία αν ο πρόγονος σου ήταν Γαλάτης, Ρωμαίος, Γότθος, Φράγκος ή Άραβας, από τη στιγμή που ο ίδιος μιλάς τη γαλλική γλώσσα, συγκινήσε με τα εθνικά της σύμβολα και πειθαρχείς στο σύνταγμα και τους νόμους του κράτους είσαι Γάλλος ασχέτως του υποβάθρου σου.

Πράγματι ο παραπάνω ορισμός είναι εξαιρετικός για τα νεότερα έθνη, όπως οι Γάλλοι, οι Ισπανοί ή οι Ιταλοί, έθνη που χτίστηκαν μέσα από την ανάμιξη των διάφορων πληθυσμών που τα κατοίκησαν, που ενοποίησαν διάφορες γλωσσικές ομάδες πάνω στην ιδέα ενός κοινού παρελθόντος ή μιας κοινής κρατικής παράδοσης. Πως όμως μπορεί κανείς να ορίσει έθνη, σαν το ελληνικό, τα οποία και δεν χτίστηκαν στη νεότερη περίοδο αλλά οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων;
Τα αρχαία χρόνια
Τα ελληνικά φύλα κατήλθαν στον ελλαδικό χώρο σταδιακά, κινούμενα από την κοινή ινδοευρωπαϊκή πατρίδα στην κεντρική Ευρώπη. Τα προελληνικά φύλα έμειναν μυθικές αναμνήσεις σαν τους Πελασγούς, τους Μινύες και τους Ετεοκρήτες. Οι Μυκηναίοι Έλληνες άφησαν πίσω τους την πρώτη ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β’, τις οποίας οι πινακίδες δεν μας προμηθεύουν παρά με καταγραφικές πληροφορίες. Η κάθοδος των Δωριέων και των λοιπών ελληνικών φύλων οδήγησε σε μια σκοτεινή περίοδο τεσσάρων αιώνων από όπου και μας βγάζουν τα ομηρικά Έπη. Η λαμπρή μυκηναϊκή περίοδος δεν αποτελεί πλέον παρά μια ανάμνηση της εποχής των Ηρώων. Ο Όμηρος μιλάει για τους Αχαιούς, τους Δαναούς και τους Αργείους, έναν λαό χωρισμένο σε πολλά βασίλεια που υπό τον άνακτα των πολύχρυσων Μυκηνών εκστράτευσε στην Τροία για να εκδικηθεί την αρπαγή της ωραίας Ελένης. Η ίδια η λέξη Έλληνες όπως και Ελλάδα δεν αναφέρονται παρά μια φορά, ως μέρος του γένους των Μυρμιδόνων της Φθίας. Ο Όμηρος δεν περιγράφει μια μάχη μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων παρά μια σύγκρουση Αχαιών και Τρώων, ανθρώπων και ανθρώπων, μένοντας ουδέτερος και στηρίζοντας τους ευγενείς, του αγαθούς και τους αρίστους κάθε πλευράς.
Στους αρχαϊκούς χρόνους ο ελληνισμός επεκτάθηκε εποικίζοντας πρώτα τα μικρασιατικά παράλια και έπειτα τη Μεγάλη Ελλάδα, τα παράλια του Πόντου, αλλά και τις μεσογειακές ακτές της Γαλατίας, της Ιβηρικής και της Κυρήνης. Διαφοροποιώντας τους εαυτούς τους από τους αλλόγλωσσους λαούς των αποικιών οι Έλληνες τους όρισαν ως βάρβαρους. Στους πανελλήνιους αγώνες της Ολυμπίας ο όρος του ελλανοδίκη αποτέλεσε τη πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη χρήση του όρουΈλλην για το σύνολο αυτών. Μόνο Έλληνες μπορούσαν να συμμετάσχουν στους αγώνες, ταυτόχρονα οι ίδιοι αφομοίωναν τους αυτόχθονες Ιταλιώτες και Ανατολίτες των αποικιών τους. Ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό από Κάρα μητέρα, στην Ιστορία του περιγράφει τον Ιππία να αναφέρει στον Δάτη πως οι Έλληνες ενωμένοι είναι ανίκητοι, γιατί είναι έθνος «όμαιμο, ομόγλωσσο, ομόθρησκο και ομότροπο». Ο όρος Έλληνας είναι ξεκάθαρα εθνικός πλέον και συνίσταται από τη κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και παράδοση.
Οι νίκες κατά των Περσών διαφοροποίησαν τους Έλληνες ακόμη περισσότερο από τους βαρβάρους. Στην κλασσική Αθήνα πολίτης ήταν όποιος είχε και τους δύο γονείς Αθηναίους, σε εξαιρετικές δε, περιπτώσεις λάμβανε την ιδιότητα του πολίτη κάποιος σαν τον γιο του Περικλή που είχε Μιλήσια μητέρα. Για τον φιλόσοφο Αριστοτέλη η φύση ενός βαρβάρου και ενός δούλου είναι ένα και το αυτό. Ο ρήτορας Ισοκράτης πρώτος μιλάει για μια πανελλήνια ιδέα, την παύση των εμφύλιων συγκρούσεων και την εκστρατεία κατά των βαρβάρων.
Ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδος
Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία οδήγησε στη διάδοση και στην εμπέδωση του ελληνισμού σε ένα πλήθος πλέον λαών. Το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε στις ανατολίτικες πόλεις της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας και της Σελεύκειας. Η ελληνική γλώσσα υπό τη μορφή της Κοινής έχασε τον στενό της εθνικό χαρακτήρα και μετατράπηκε σε οικουμενική γλώσσα των εμπόρων και των διανοούμενων του ελληνιστικού κόσμου. Αρκετοί λαοί όπως οι Εβραίοι εξελληνίστηκαν γλωσσικά και πολιτισμικά, αποκτώντας ελληνικά ονόματα και ακολουθώντας ελληνικές συνήθειες, ενώ η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στην ελληνική ώστε να είναι κατανοητή από το ίδιο της το εκκλησίασμα. Ο όρος του Έλληνα αποκτά πλέον πολιτισμικό παρά εθνικό χαρακτήρα στα λόγια του Ισοκράτη πως άνθρωποι χωρίς ελληνική καταγωγή πέτυχαν να γίνουν ισότιμοι των Ελλήνων μέσα από τον ελληνικό τρόπο.
Η κατάσταση παγιώνεται με τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οπότε και οι τραχείς Λατίνοι κατακτούνται πολιτισμικά από τα ελληνικά γράμματα. Η ανατολική Μεσόγειος αποτελεί το ελληνικό τμήμα του λαμπρού ελληνορωμαϊκού κόσμου, η ελληνική ανατολή με τους λαούς της να εξελληνίζονται και τον ελληνισμό να συγχωνεύει εκλεκτικά πλήθος ανατολικών στοιχείων. Οι φιλοσοφικές σχολές αποδέχονται κάθε άνθρωπο ασχέτως καταγωγής. Ο μέγας νεοπλατωνιστής φιλόσοφος Πλωτίνος είναι Σύριος στη καταγωγή, όπως και ο μηχανικός Ανδρόνικος Κυρρηστός. Η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη εξαπλώνεται σταδιακά στο σύνολο της αυτοκρατορίας, καθιστώντας τις εθνικές ονομασίες, εξ ορισμού, περιττές. Μια νέα θρησκεία ο Χριστιανισμός εξαπλώνεται από εξελληνισμένους Εβραίους, τα Ευαγγέλια, οι Επιστολές αλλά και τα πρώτα δογματικά κείμενα γράφονται στα ελληνικά, η ελληνική φιλοσοφία καλείται να ερμηνεύσει το νέο δόγμα το οποίο και σταδιακά αποσχίζεται από τον Ιουδαϊσμό. Οι πιστοί στον Χριστιανισμό Ιουδαίοι καλούνται Ελληνιστές έναντι των Ιουδαϊζόντων, οι Οικουμενικές Σύνοδοι γίνονται στα ελληνικά, μέγας αριθμός Πατέρων της Εκκλησίας αξιοποιούν την ελληνική, ακόμη και αν πολλοί όπως ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μέγας Αντώνιος και ο Ιωάννης Δαμασκηνός έχουν ανατολίτικη καταγωγή.
Η αρχαία θρησκεία και ηθική έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση με τη νέα Πίστη, η θεσμοθέτησή της δε από τη Ρώμη παγιώνει αυτή τη σύγκρουση. Πλέον Έλληνες καλούνται οι πιστοί στις εθνικές θρησκείες, οι παγανιστές, μέλη ενός παλαιού έθνους που έρχεται σε αντίθεση με το νέο γένος των Χριστιανών, πολιτών της Ρώμης υλικά και μελών της Εκκλησίας και της Ουράνιας Βασιλείας πνευματικά. Ο όρος Έλλην περιέρχεται σε παρακμή, παράλληλα δε με τη κατάρρευση της λατινικής Δύσης και τη συνέχεια του Imperium από την ελληνική Ανατολή. Πλέον η ονομασία Ρωμαίος χαρακτηρίζει τους πολίτες της κατά βάση ελληνικής πληθυσμιακά, γλωσσικά και πολιτισμικά Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Ρωμανίας γνωστής σήμερα ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα ελληνικά όμως γράμματα ως ο σπερματικός λόγος δεν σταματούν να τιμώνται και να διδάσκονται, οι αρχαίοι φιλόσοφοι απεικονίζονται στις τοιχογραφίες των μονών όπου τα κείμενά τους αντιγράφονται και διασώζονται από τους καλόγερους. Η φράγκικη Δύση συνεχίζει να διεκδικεί το χρίσμα της Ρώμης, δεν καλεί τους Βασιλείς της Ρωμανίας Ρωμαίους παρά Γραικούς, Graeci -ονομασία που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι στους Έλληνες. Η λέξη Γραικός είναι ίσως δε αρχαιότερη της λέξης Έλλην, όνομα ιθαγενές των Ηπειρωτών από όπου και την πήραν οι Ιλλυριοί και από αυτούς οι Ρωμαίοι σαν εθνική ονομασία των Ελλήνων. Οι Γραικοί αυτοί ταυτίζονται με το γένος των Αχαιών που εκστράτευσε κατά της Τροίας, από όπου και ο Αινείας διέφυγε και ίδρυσε τη λαμπρή πόλη της Ρώμης. Και οι βασιλείς της Δύσης έβλεπαν στον Αινεία και στην Τρωάδα τους προπάτορες τους, αιώνια αντίπαλους στους Αχαιούς Γραικούς της Ανατολής.
Η βυζαντινή περίοδος
Στη Ρωμανία όλοι οι πολίτες είναι μέλη του ίδιου γένους των Ρωμαίων, του γένους των Χριστιανών, ανεξαρτήτως της εθνικής τους καταγωγής. Οι αυτοκρατορικές δυναστείες είναι ιλλυρικής όπως του Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού, αρμένικης, όπως του Ηράκλειου και των Μακεδόνων, ανατολίτικης, όπως των Ίσαυρων και του Αμορίου, αλλά και ελληνικής καταγωγής όπως οι Κομνηνοί, οι Άγγελοι, οι Δούκες, οι Λασκάριδες και οι Παλαιολόγοι. Η ελληνική γλώσσα, η χριστιανική πίστη και το ρωμαϊκό δίκαιο συνιστούν τα στοιχεία του νέου αυτού γένους. Το σύνολο σχεδόν των κατοίκων της Μικράς Ασίας εξελληνίζονται συνιστώντας τον κύριο τροφοδότη της αυτοκρατορίας, ο ελλαδικός χώρος και δη ο νότιος το θέμα Ελλάδος, τα κατωτικά αποτελούν δευτερεύουσες επαρχίες. Σλάβοι κατέρχονται κατά πυκνά κύματα, οι σκλαβηνίες ξεφυτρώνουν μέσα στον αραιωμένο και διάσπαρτο ελληνικό πληθυσμό. Η ομοιογένεια προστατεύεται με την ανάμιξη των Σλάβων με το ντόπιο στοιχείο καθώς και με τη μεταφορά Ελλήνων και εξελληνισμένων της Ανατολής στα βαλκανικά θέματα. Το σλάβικο αίμα αναμιγνύεται με το ελληνικό, του δίνει νέα δύναμη και ζωτικότητα, σημαντικός αριθμός τοπωνυμίων φέρει σλαβική προέλευση, αρκετοί αξιωματικοί και άρχοντες έχουν σλαβική καταγωγή. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι απόγονοι εκλατινισμένων αλλά και Ρωμαίων εποίκων, είναι οι Βλάχοι που συνεχίζουν να μιλούν ένα λατινογενές ιδίωμα. Στα τέλη της Αυτοκρατορίας πυκνά αλβανικά φύλα κατέρχονται από τον βορρά, καταλαμβάνουν αρχικά τη νότιο Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία προτού εγκατασταθούν οριστικά στην Αττική, την Βοιωτία, την Αργολίδα και την Κορινθία: είναι οι Αρβανίτες που αφότου εξελληνίσθηκαν πολιτισμικά και εκχριστιανίστηκαν θρησκευτικά αποτέλεσαν τους Δωριείς του νέου ελληνισμού, υποδείγματα ανδρείας, λεβεντιάς, τιμής και πατριωτισμού μέχρι σήμερα.
Το Σχίσμα των εκκλησιών αλλά και η λατινική εισβολή και διαίρεση της Αυτοκρατορίας οδήγησε στη δειλή αρχικά, και έπειτα εντονότατη επαναφορά του όρου του Έλληνα για τους εναπομείναντες Ρωμαίους πολίτες. Η Αυτοκρατορία έχει περιοριστεί εδαφικά και ο πολυεθνικός της χαρακτήρας έχει χαθεί, ο Νικήτας Χωνιάτης καλεί τους Έλληνες να αγωνιστούν κατά των Λατίνων, ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατατζής ομιλεί στον Πάπα Γρηγόριο σαν μεγαλωμένος μέσα από τα ελληνικά γράμματα. Οι Λασκάρηδες και οι Παλαιολόγοι δηλώνουν απόγονοι του αρχαίου γένους των Ελλήνων, του Αχιλλέα και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εθνικοί και παγανιστές πλέον δεν υπάρχουν, ο όρος Έλληνας χάνει την θρησκευτική του σημασία και ξαναβρίσκει σταδιακά την εθνική αλλά και πολιτισμική του έννοια, αφού τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας καλούνται Έλληνες από τους δυτικούς.
Τουρκοκρατία και Ανάσταση του Έθνους
Η Άλωση της Πόλεως τερματίζει αρκετούς αιώνες ελληνικής ανεξαρτησίας. Ο Οθωμανός Σουλτάνος και Χαλίφης του Ισλάμ προσθέτει τον τίτλο του Καίσαρος της Ρώμης στην ονομασία του, οι Χριστιανοί υπήκοοι του σουλτανάτου απαρτίζουν το γένος των Ρωμαίων, των Ρωμιών όπως από εδώ και μπρος θα καλούνται οι Έλληνες. Ρωμιοί τυπικά είναι όλοι οι Έλληνες, Σλάβοι, Αρμένιοι, Άραβες, Αλβανοί και Βλάχοι Χριστιανοί κάτοικοι του κράτους και ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο Εθνάρχης του μιλέτ (έθνους). Με την αναγέννηση της εθνικής συνείδησης, η νεωτερική ανάγκη του έθνους έρχεται να αντικαταστήσει την παλαιά. Οι Ρωμιοί υπήκοοι των Οθωμανών είναι Έλληνες, τα ρωμαίικα είναι η συνέχεια της ελληνικής η οποία και πρέπει να εκκαθαριστεί από αισχρά βαρβαρικά στοιχεία, η Πίστη είναι αυτή που πρακτικά τους διακρίνει από τους άλλους λαούς. Το γένος ξεσηκώνεται το 1821, στην Επίδαυρο το ελληνικό έθνος απορρίπτει τον φρικώδη οθωμανικό ζυγό και διεκδικεί την ανεξαρτησία του. Εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του γένους δεν έχουν τα ρωμαίικα ως μητρική τους γλώσσα, καθώς στα χρόνια της τουρκοκρατίας η εκμάθηση της ελληνικής είτε κυνηγήθηκε είτε διδασκόταν κρυφά. Οι νησιώτες της Ύδρας και των Σπετσών, οι οπλαρχηγοί της Αργολίδας, της Ρούμελης και του Σουλίου ομιλούν τα, σαφώς πιο οικεία, αρβανίτικα στην καθημερινή τους ζωή και στη μάχη, Η Αττική άλλωστε κατοικείται σε μεγάλο βαθμό από Αρβανίτες ενώ και αρκετές χιλιάδες Βλάχοι μάχονται στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Η Ορθοδοξία αποτέλεσε τη κιβωτό του πολύγλωσσου γένους στα μαύρα χρόνια, η Εκκλησία λειτουργούσε στην αρχαία ελληνιστική Κοινή, τα ρωμαίικα ήταν η επίσημή της γλώσσα και αυτή είχε αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση και τα τυπογραφεία των Ρωμιών. Το Σύνταγμα του 1822 αναγνώριζε την κατάσταση αυτή ορίζοντας ως Έλληνες όσους κατοίκους της ελλαδικής επικράτειας ήταν Χριστιανοί. Με την απλή αυτή λύση ορίστηκε το γένος μετά από αιώνες περιπετειών και επιμειξιών. Η ανάπτυξη του πανσλαβισμού και των σλαβικών εθνικισμών οδήγησε στην απόσχιση της βουλγαρικής εξαρχείας από το Πατριαρχείο, πλήθος Σλαβόφωνων αγωνίστηκαν στο πλευρό των Ελλήνων Μακεδονομάχων, το μόνο που διαφοροποιούσε αυτούς του Γκρεκομάνους από τους ομόγλωσσους και ομόθρησκους Βούλγαρους ήταν η πίστη στο Πατριαρχείο, με το τελευταίο να καταδικάζει κάθε εθνοφυλετισμό και κάθε διάκριση μεταξύ των μελών του. Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα αντιστοιχούσαν 400.000 Βλάχοι Αρμάνοι σε έναν πληθυσμό που μόλις και μετά βίας ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια, μαζί με αρκετές χιλιάδες Αρβανίτες και αρκετούς Σλαβόφωνους. Βλάχους σαν τον Αβέρωφ, τον Τοσίτσα, τον Ζάππα αλλά και απλούς πολίτες οι οποίοι παρά τις ρουμάνικες παροχές ουδέποτε πρόδωσαν την Ελλάδα. Αρβανίτες σαν τον Μιαούλη, τον Καραϊσκάκη, τον Μπότσαρη, τον Πάγκαλο που δεν δίστασαν να πολεμήσουν ενάντια σε Τσάμηδες και Λιάπηδες. Σλαβόφωνους σαν τον καπετάν Κώττα που στην βουλγάρικη κρεμάλα φώναζε στα σλάβικα να ζήσει η Ελλάδα.
Ο ελληνισμός πέτυχε μέσα από την γλωσσική, πολιτισμική και θρησκευτική του ιδιαιτερότητα να γίνει οικουμενικός, να συμπεριλάβει κάθε άνθρωπο που θέλησε να αφομοιωθεί εντός του. Η ιθαγένεια δεν μπορεί να ταυτίζεται τόσο εύκολα με την υπηκοότητα, η υπηκοότητα σίγουρα δεν πρέπει να δίνεται άκριτα και εύκολα, παρά σε όποιον είναι έτοιμος να αποδεχτεί τις ελληνικές αξίες και παραδόσεις, να αποδεχτεί τους νόμους και το Σύνταγμα του κράτους, να τιμήσει και να κάνει περήφανη τη νέα του Πατρίδα. Ακόμη και αν είναι Αφρικανός σαν τον Αντετοκούμπο, μπορεί να την τιμήσει πολύ καλύτερα από ότι εύκολα αφομοιώσιμοι συγγενικοί λαοί, όπως οι νεαροί Αλβανοί που επέλεξαν να προβάλλουν αλυτρωτισμούς ενάντια στην ίδια τη πατρίδα που τους φιλοξενεί και που τόσους τους προγόνους αφομοίωσε…
*Φοιτητής ΕΜΠ, Χημικών Μηχανικών



1 σχόλιο: